29 Μαΐου 1453: H Άλωση της Κωνσταντινούπολης


«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ' εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β')



29 Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποτελεί συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού.

Η Άλωση έχει αφήσει το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική παράδοση, η οποία για αιώνες μετά θρηνούσε και θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας» και την πτώση της Πόλης των Πόλεων, που αποτέλεσε φάρο φωτός- αλλά και απόρθητο φρούριο, προπύργιο απέναντι στους εξ Ανατολών κινδύνους- εκεί που η Ανατολή συναντούσε τη Δύση, τα χρόνια που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση που ακολούθησαν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η πολιορκία που διήρκεσε από τις 6 Απριλίου ως τις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη (εξ ου, σύμφωνα με μια εκδοχή, και η «γρουσούζικη» για τον Ελληνισμό παράδοση της «Τρίτης και 13», από την ημέρα και το άθροισμα των αριθμών που συνθέτουν το 1453- 1+4+5+3) αποτέλεσε το φινάλε μιας πορείας παρακμής η οποία είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν.

Αρκετοί θεωρούν ότι η αρχή της μεγάλης πτώσης ήταν η άλωση της Πόλης από τους Λατίνους του 1204, από την οποία η Αυτοκρατορία- παρά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261- δεν ανέκαμψε ποτέ, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι η πορεία προς την καταστροφή είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Σε κάθε περίπτωση, το τελικό χτύπημα για την αποδυναμωμένη αυτοκρατορία ήταν η προέλαση των Οθωμανών, η οποία ήταν αδύνατον να ανακοπεί.

Ο Σέρβος πολιτικός, ιστορικός, συγγραφέας και διπλωμάτης Τσέντομιλ Μιγιάτιοβιτς (1842-1932), συνοψίζει τους λόγους της οθωμανικής ορμής στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η τελευταία νύχτα της Πόλης»: «Οι Τούρκοι δεν είχαν έλλειψη αρετών και χαρισμάτων όταν άφησαν τις στέπες κι έφτασαν στην Αρμενία για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα των Σελτζούκων σουλτάνων, όμως, μετά τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ, ο εθνικός χαρακτήρας τους υπέστη μια επαναστατική αλλαγή.

Οι σπίθες της φωτιάς που έκαιγε την ψυχή του Προφήτη ενέπνευσαν τους δεκτικούς γιους των ασιατικών ερήμων, και κατάφεραν να αναπτύξουν την ιδέα της εθνικής ιδιαιτερότητας, κάτι που θα τους καθιστούσε ικανούς να επιτύχουν σπουδαία πράγματα. Σαν ακατανίκητη χιονοστιβάδα κινήθηκαν προς τα δυτικά, ισοπεδώνοντας κάθε πολιτικό και εθνικό οργανισμό, που είχε εξασθενήσει και υπονομευτεί από χρόνια και χρόνια καταχρήσεων και κακοδιαχείρισης».

Ωστόσο, προσθέτει, δεν ήταν μόνο η τουρκική ενεργητικότητα και η αντοχή, καθώς και η οργάνωση και το ηθικό με το οποίο ενέπνευσε τους Τούρκους το Ισλάμ: «αν οι μαχητικοί και ενθουσιώδεις οπαδοί του Μωάμεθ είχαν βρει μπροστά τους ένα πραγματικά ισχυρό, υγιές και οργανωμένο κράτος στην άλλη πλευρά του Ελλήσποντου, είναι αμφίβολο εάν οι σελίδες της ιστορίας θα μιλούσαν για εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Siege constantinople bnf fr2691

Ο 14ος αιώνας θεωρείται μάλλον το τελικό λυκόφως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- τόσο λόγω της πίεσης εξ ανατολών, όσο και λόγω την πληγμάτων από τα χριστιανικά έθνη της Δύσης. «Το Βυζάντιο του 14ου αιώνα θα γνωρίσει την πορεία προς μια αδιάκοπη παρακμή και κατάπτωση. Οι Οθωμανοί, εγκατεστημένοι στα γειτονικά με την Κωνσταντινούπολη βιθυνικά εδάφη, κατάφεραν στα μέσα κιόλας του 11ου αιώνα, αν όχι και προηγουμένως, να περάσουν στην Ευρώπη (1354 ο σεισμός της Καλλίπολης που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην πόλη αυτή, το κλειδί του Ελλησπόντου), ενώ οι άλλοι Τουρκομάνοι κατακτούν, τη μία μετά την άλλη, τις πόλεις της Μικρασίας (η Έφεσσος πέφτει το 1304, η Σμύρνη το 1318», γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο «Γιατί το Βυζάντιο».

Η Φιλαδέλφεια θα παραμείνει ελεύθερη ως το 1391, με την πτώση της να σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της βυζαντινής Μικράς Ασίας, αλλά και «δηλώνει την ηθική παρακμή που γνωρίζει η αυτοκρατορία, της οποίας ο αυτοκράτορας (Μανουήλ Β' Παλαιολόγος) φέρεται να έχει εκστρατεύσει κατά της ελληνικής αυτής πόλης ως σύμμαχος των Οθωμανών» (η Φιλαδέλφεια είχε οργανωθεί σχεδόν ως ανεξάρτητο κρατίδιο εν μέσω τουρκομανικών εμιράτων, υπό την ηγεσία του μητροπολίτη της, Θεοφύλακτου).

Οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών επιδεινώνουν την κατάσταση, ενώ οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας (Βενετία, Γένοβα) και αυτές υπονομεύουν οικονομικά την ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία, ενώ οι Λατίνοι εξακολουθούν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία έχασαν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας.

Οι τελευταίοι αυτοκράτορες προσπαθούν να προσελκύσουν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, με οθωμανικά γαμήλια συνοικέσια και ταξίδια προς τη Δύση, «επαίτες μιας βοήθειας η οποία ουδέποτε απάντησε στις προσδοκίες των Βυζαντινών».

Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «κανονικά» θα είχε επέλθει νωρίτερα, όταν το 1397 ο Βαγιαζήτ Α' ο Κεραυνός πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο η Πόλη σώθηκε προσωρινά, κερδίζοντας μισό αιώνα, όταν οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, αναγκάζοντάς τον να σπεύσει να τους αντιμετωπίσει- με αποτέλεσμα τη συντριβή του στη μάχη της Άγκυρας (1402) και την αιχμαλωσία του.
«Ο αμηράς Μωάμεθ, έχοντας δει και ακούσει τις περιφανείς νίκες και τους πολέμους του πατέρα του και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων του, συλλογιζόταν τι αξιομνημόνευτο να κάνει και ο ίδιος» (Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις, Γεώργιος Φραντζής)
Ο Μωάμεθ Β', που θα έπαιρνε αργότερα το προσωνύμιο «Πορθητής», 21 ετών το 1453, ήταν, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Βασίλιεφ, χαρακτήρας ταυτόχρονα φιλοπόλεμος, αλλά και με ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, και παράλληλα χαρισματικός στρατιωτικός και πολιτικός, ενώ μιλούσε έξι γλώσσες.

Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με αναφορές, του είχε γίνει έμμονη ιδέα- και ως εκ τούτου η διοργάνωση της πολιορκίας είχε αρχίσει με προσοχή και λεπτομερή σχεδιασμό- βασικό τμήμα του οποίου ήταν η κατασκευή του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, εξοπλισμένου με τα πλέον σύγχρονα πυροβόλα της εποχής.

Το Ρούμελι Χισάρ και το Ανατολού Χισάρ, στην απέναντι ασιατική ακτή, απέκοπταν τη θαλάσσια επικοινωνία της Πόλης, ενώ παράλληλα η εισβολή του Τουραχάν Μπέη στην Πελοπόννησο διασφάλιζε τη μη αποστολή ενισχύσεων από το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Athen - Denkmal Konstantin XI.

Στην άλλη πλευρά ήταν ο άνθρωπος που έμελλε να μείνει στην ιστορία και τον θρύλο ως ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου – η φιγούρα του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά»: ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος. Γεννηθείς στις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ήταν ένας από τους γιους του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.

Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου στο «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», επονομάστηκε Δραγάτσης ή Δραγάσης από τη μητέρα του, Ελένη, την κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. «Κανένας χρονικογράφος δεν τον επονομάζει Δραγάση, μόνο ο λαός τον αποκαλούσε έτσι, κάτι που πέρασε στους θρύλους και στα άσματα». Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Ιωάννη Η' Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448.

Ο ίδιος επιθυμούσε τη συνεργασία με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη για τον περιορισμό της ενετικής επιρροής, με όραμα την ένωση όλων των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης κατά του τουρκικού κινδύνου.

 www.huffingtonpost.gr/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

ΑΡΤΑ: Βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Μάης