"Μεταδημοκρατία"


Το κείμενο μας το έστειλε ο φίλος Σωκράτης

Λείπουν σημαντικά πράγματα στο δρόμο προς την ανατροπή. Ο Colin Crouch στο βιβλίο του “Μεταδημοκρατία”, απαριθμώντας τους βασικούς λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε από τη μεταπολεμική δημοκρατία στη millennium μεταδημοκρατία (που όπως κάθε μετα-έννοια επιστρέφει την έννοια στην προ-έννοιας εποχή της) αναφέρει στην κορυφή της πυραμίδας τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης με έμφαση στην ελαχιστοποίηση της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. 


Αυτή ήταν που τη δεκαετία του 60 τροφοδότησε τα συνδικάτα, όχι απλά με μέλη, αλλά με την ορμή που απαιτεί κάθε κίνημα αλλαγής για να ανατρέψει το σύστημα. 

Το κίνημα εκείνο είδε στην κορύφωσή του τις κεϋνσιανές πολιτικές να αναβαθμίζουν την αγοραστική δύναμη των χαμηλότερων στρωμάτων και να δημιουργείται μια μεσαία τάξη με έντονη τη μνήμη της εργατικής της καταγωγής. 

Ο μετασχηματισμός αυτός της κοινωνίας δημιούργησε τον ρυθμό της τεχνολογικής ανάπτυξης που απολαμβάναμε μέχρι πρόσφατα και θέσπισε το κοινωνικό κράτος. 

Και σαν κάθε κοινωνικό ρεύμα που σέβεται τον εαυτό του, έκανε τον κύκλο του φέρνοντας τις υπέρογκες αμοιβές στα μεσαία στελέχη των εταιριών ή δημιουργώντας (εκεί στο νότο) τον υδροκέφαλο δημόσιο τομέα.

Ο καπιταλισμός, που φαινόταν να βαδίζει χέρι χέρι με τη δημοκρατία μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 80, εκτοξεύθηκε από την ώθηση που του προσέδωσε η ανταγωνιστικότητα των μεγαλοστελεχών των επιχειρήσεων την ίδια στιγμή που η δημοκρατία αφηνόταν στα χέρια μιας αλλοτριωμένης πολιτικής ελίτ. 

Αυτή η ελίτ, τους πολιτικούς απογόνους των οποίων απολαμβάνουμε σήμερα, συντάχθηκε με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων προσπαθώντας να εξασφαλίσει η ίδια τη βιωσιμότητά της. Στο ρόλο των μεσαζόντων ανάμεσα στους δύο ρολίστες του συστήματος (όπου και αν χρειάζεται), τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ.

Με τον όρο μεταδημοκρατία, ο Κράουτς περιγράφει τη σημερινή παρακμή και απαξίωση τόσο της πολιτικής ως δραστηριότητας που, ενώ θα έπρεπε να αποβλέπει στην ικανοποίηση των αναγκών και την επίλυση των προβλημάτων των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, εντούτοις δεν το κάνει, όσο και των ίδιων των πολιτικών, οι οποίοι συγκροτούν πλέον μια κλειστή, ολιγαρχική τάξη, που – στην εποχή της αποθέωσης του καπιταλισμού που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση – ενδιαφέρεται κυρίως για την ικανοποίηση επιχειρηματικών συμφερόντων, με στόχο τη διασφάλιση της συντήρησης και της αναπαραγωγής της. 

Ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, στο δοκίμιό του “Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία” επισημαίνει πάνω σ’ αυτό: 

Το φαινόμενο αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση, αν όχι την εξάντληση, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη διενέργεια των εκλογών, που η θεματολογία τους καθορίζεται από επικοινωνιολόγους και διαφημιστές – στους οποίους τα κόμματα αναθέτουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες – και περιορίζεται σε μικρό αριθμό ζητημάτων, όχι κατ’ ανάγκη των πιο σημαντικών για τους ίδιους τους πολίτες”.

Ένα ακόμη φαινόμενο που εκφράζει τον εκμαυλισμό της μαζικής πολιτικής επικοινωνίας – και θυμίζει σε μεγάλο βαθμό και τα πιο πρόσφατα καθ’ ημάς – είναι η εντεινόμενη προσωποποίηση της προεκλογικής διαμάχης. 

Στο παρελθόν”, γράφει ο Κράουτς, “η οργάνωση της προεκλογικής εκστρατείας γύρω από την προσωπικότητα του ηγέτη αποτελούσε γνώρισμα των δικτατορικών καθεστώτων και των εκλογικών αντιπαραθέσεων σε κοινωνίες χωρίς αναπτυγμένο σύστημα κομμάτων και δημόσιου διαλόγου”.

Και ο λαός, ο πολίτης, πού βρίσκεται σχετικά με όλα αυτά, το εύλογο ερώτημα. Εδώ ή θα επιλέξουμε να δούμε τις προσχηματικές θεσμίσεις αυτού που σήμερα καλείται “τυπική δημοκρατία” ή θα προτιμήσουμε τις νεωτερικές αφηγήσεις σχετικά με τη δημοκρατία. 

Στην πρώτη περίπτωση, η σύγχρονη δημοκρατία μεγαλώνει, διευκολύνοντας τη γένεση και διατήρηση λειτουργιών άμεσης δημοκρατίας. Η αποκεντρωμένη πχ τοπική αυτοδιοίκηση, όπως την ονειρεύεται ο Καλλικράτης, με τις πολυάριθμες πολιτοσυμμετοχικές επιτροπές αποδεικνύει της υπόσχεσης το αληθές. 

Ο Κράουτς από την άλλη, βλέπει σ’ αυτήν ακριβώς τη θεσμοθέτηση της δημοκρατίας των επιτροπών, τον κατακερματισμό της λαϊκής βούλησης σε μηχανισμούς ,με εργαλειακή μονάχα αξία, όταν αυτοί δεν είναι κατ’ όνομα και μόνον αμεσοδημοκρατικοί. 

Κατά την ίδια λογική, το συνδικαλιστικό κίνημα που συνομιλούσε απευθείας με την κυβέρνηση, έχει αντικατασταθεί με σωρεία εθελοντικών και απομακρυσμένων από το πρόβλημα συλλογικοτήτων (ΜΚΟ, οργανώσεις έκφρασης και προστασίας πολιτών), που για να επιστρέψουμε στο σκεπτικό που έθεσε ο Τσόμσκι στην αρχή του κειμένου, εκτονώνουν τη λαϊκή αντίδραση εκεί όπου δεν υπάρχει αντίκρισμα.

Όλο αυτό το σκηνικό περιγράφει τη σημερινή στάση του πολίτη απέναντι στα πράγματα ως “στάση της παθητικής συγκατάβασης”. Απαθής και αμέτοχος, συναινετικός και φοβούμενος τη σύγκρουση, ο πολίτης της μεταδημοκρατίας χειραγωγείται εύκολα πια από τα κυρίαρχα στρώματα. Απογοητευμένος από τους πολιτικούς, έχει χάσει το ενδιαφέρον του για την πολιτική και ασχολείται περισσότερο με τα θέματα της καθημερινότητας. 

Είναι η τάξη, που σύμφωνα με τη μοντέρνα δημοκρατική θεωρία, ο Walter Lippmann αποκαλεί “αμαθείς και ενοχλητικούς άσχετους”, που πρέπει να είναι θεατές και όχι συμμετέχοντες, και να εμφανίζονται κάθε τρία-τέσσερα χρόνια για να επισημοποιήσουν αποφάσεις που πάρθηκαν κάπου αλλού, ή να εκλέξουν μεταξύ αντιπροσώπων της κυρίαρχης τάξης, σε μια διαδικασία που αποκαλείται “εκλογές”.

Δεν αρκεί λοιπόν για το λαό, να «ξυπνάει» κάθε τόσο, μετά από μία “Χρεοκρατία” ή ένα “Zeitgeist”. Αυτό που λείπει κατά τον Τσόμσκι είναι η βούληση και συγκεκριμένα «η λαϊκή βούληση που θα προέλθει μέσα από τη συνεργασία». 

Γι’ αυτό και κατά την προσωπική μου άποψη, όσο και αν κατηγορούνται οι μοντέρνες συλλογικότητες για ανάληψη μόνον soft δράσεων, μπορούν να αποτελέσουν τους χώρους όπου θα προπονηθούν οι λογικές της άμεσης δημοκρατίας και της συμμετοχικότητας. Να κάνουν δηλαδή αυτό που έπαψε από καιρό να συμβαίνει στα ίδια τα κόμματα. 

Να θρέφουν και να προφυλάσσουν τη δημοκρατία. Αυτή η ανάδυση της βούλησης από τα έγκατα της λαϊκής ζύμωσης, απαιτεί με τη σειρά της μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που σχηματίζεται η μαζική αντίληψη των πραγμάτων. 

Κόντρα στις προπαγάνδες των μέσων και παρά τα σημαντικά ελλείμματα παιδείας, όπως αυτά καλλιεργούνται στα δυτικά συστήματα εκπαίδευσης (βλ. Ζαν Κλωντ Μισέα, “Η εκπαίδευση της αμάθειας”), μπορεί κανείς να διακρίνει μια μαγιά ανατροπής στις ηλικίες 25 με 50. Η ίδια η διαχείριση της πληροφορίας που κάθησε αυτή τη γενιά στον καναπέ, μπορεί να την (ξε)σηκώσει και να τη βγάλει στους δρόμους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ