Δημήτριος Πάνου (95 ετών): Ο βαρκαδόρος του Αράχθου


Τότε που το… ράφτινγκ δεν ήταν διασκέδαση!

Κείμενο-φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
 
Έστω και καθυστερημένα, έπεσαν και φέτος τα πρωτοβρόχια, οπότε τα ποτάμια αρχίζουν να γεμίζουν με ορμητικά νερά. Χαράς ευαγγέλια και για όσους απολαμβάνουν το ράφτινγκ στον Άραχθο, δηλ. την κατάβαση του ποταμού μέσα σε ειδικές μικρές βάρκες. 



Η μορφή αυτή εναλλακτικού τουρισμού έχει φανατικούς οπαδούς, μάλιστα πάρα πολλοί είναι οι νέοι, κυρίως, που επιλέγουν την ποταμοδιάσχιση (η ελληνική απόδοση του αγγλικού όρου) ως αναπόσπαστο τμήμα των διακοπών τους στην Ήπειρο, και στον νομό μας ειδικότερα.

Τα παλιά χρόνια όμως δεν ήταν καθόλου διασκεδαστική υπόθεση το να διασχίσεις τον Άραχθο με μια βάρκα…

Παλιακές ιστορίες


Ανέκαθεν με συγκινούσαν οι ιστορίες των «παλιακών» ανθρώπων. Ήδη από τότε που ήμουν παιδί μού άρεσε να ακούω τις αφηγήσεις τους για τα περασμένα. Τα όσα διηγούνταν ασκούσαν μια ανεξήγητη έλξη στην ψυχή μου, μάλιστα διακατεχόμουν από τέτοια δίψα για την ακρόαση αυτών των αφηγήσεων, που θεωρούσα αυτονόητο ότι θα είμαι ακροατής όταν κάποιος ηλικιωμένος ξεκινούσε να μιλάει.

Ένα άλλο στοιχείο που θεωρούσα πολύ σημαντικό στις ιστορίες αυτές είναι γιατί μέσα από την εξιστόρηση των περασμένων διαφαινόταν η ψυχική γενναιότητα των υπερηλίκων, πολύ συχνά, συνομιλητών μου. Αυτή η μαχητικότητα, ο αγώνας για τη ζωή ήταν κάτι που όχι απλώς θαύμαζα, αλλά και με ενέπνεε, το θεωρούσα ένα στοιχείο που προσπαθούσα, κατά το δυνατόν, να μιμηθώ.


«Να έρθ’ς δώθι να σ’ τα μουλουήσου…»


Ένας από αυτούς τους άγνωστους ήρωες είναι και ο μπαρμπα-Μήτρο Πάνος, όπως τον ξέρουν οι περισσότεροι. Μια εμβληματική φυσιογνωμία του συνοικισμού Μέγκλα (παλαιότερα ανήκε στην Κοινότητα Μαρκινιάδας, σήμερα στον Δήμο Νικολάου Σκουφά), στην παραλίμνια περιοχή που θα ορίζαμε ως την απέναντι των χωριών Ροδαυγή και Κορφοβούνι Άρτας.

Τον θυμάμαι ίδιο κι απαράλλαχτο εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε που ως μαθητής γυμνασίου πήγαινα για να ψάλω στον ενοριακό της Αγίας Παρασκευής, στη μικρή μα πανέμορφη Μέγκλα, που βρίσκεται δίπλα από το χωριό μου.

Κάθε φορά που τον έβλεπα, με το στριμμένο μουστάκι,τη βροντερή φωνή, τη λεβέντικη κορμοστασιά και το αετίσιο βλέμμα, την αυτοπεποίθηση αποτυπωμένη στο βλέμμα, μου θύμιζε κάποιον ήρωα που «ξεπήδησε» από τις σελίδες ενός παλιού σχολικού βιβλίου.

Είχα ακούσει πριν από λίγους μήνες τον πατέρα μου, Χαρίλαο, να του λέει με ένα φιλικό αλλά και νοσταλγικό τόνο: «Α, ρε Μήτσιο, πώς πέρασαν τα ρ’μάδια τα χρόνια… Τότι που ‘σαν βαρκαδόρους στου πουτάμι…».

Μου κίνησε την περιέργεια η κουβέντα αυτή. Βαρκαδόρος στο ποτάμι… Δεν το ήξερα. Πού να γνωρίζεις πόσο σημαντικά πράγματα έχουν κάνει αυτοί οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του χωριού. Πολλές φορές, απείρως δυσκολότερα, και κυρίως πιο επικίνδυνα, από τη δική μας δουλειά.

Δεν έχασα χρόνο. Του είπα ότι ήθελα να μου μιλήσει γι’ αυτή τη δουλειά του βαρκαδόρου. «Έλα δώθι (στο χωριό μου), άμα θέλ’ς να σ’ τα μουλουήσου…».

Δεν έχασα χρόνο. Ένα πρωινό του Αυγούστου πήγα και τον βρήκα...

-Καλημέρα, μπαρμπα-Μήτσιου! Τι φκιάν’ς; Είσι καλά;

-Καλώς του Βασίλη… Έλα να κάτσουμι ιδώια στουν ίσκιου… Έχου καλή κριβατίνα…

Από τη μία πλευρά του Αράχθου στην άλλη…


Όπως είναι γνωστό, ο ποταμός Άραχθος αποτελούσε φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πριν από την απελευθέρωση του τόπου μας. Η «από κει» πλευρά ήταν το Τούρκικο, η από δω το Ελληνικό.

Ο πρωταγωνιστής του σημερινού άρθρου γεννήθηκε το 1924 στο χωριό Κορφοβούνι (παλιά Μπρένιστα), δηλ. στην πλευρά του Νομού Άρτας που μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αισίως μπήκε στα 95 χρόνια και προχωρά ακάθεκτος!

«Πάνου Δημήτριος του Παναγιώτου και της Κων/νας», λέει με καμάρι ο λεβεντόγερος, με φωνή δυνατή και καθαρή, σαν να πρόκειται για νεοσύλλεκτο στρατιώτη.

Όπως αντιλαμβάνεστε, η παιδική του ηλικία ήταν πάρα πολύ σκληρή. Πήγε μόνο μία τάξη στο δημοτικό σχολείο («ίσια π’ τσιαπαλάου τ’ν υπουγραφή μ’…», λέει, εννοώντας ότι μετά δυσκολίας βάζει την υπογραφή του), οπότε δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει. Το μυαλό του όμως είναι ξυράφι, μιας και γνωρίζει πρακτική αριθμητική.

«Ήταν παπα-δάσκαλους αυτός π’ μας έκανι μάθημα στου σκουλειό… Ου μακαρίτ’ς ου παπα-Νικόλας…», θυμάται ο ηλικιωμένος συνομιλητής όταν του ζητώ να μου μιλήσει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Η πείνα ήταν αυτονόητη και δεδομένη, όπως και για όλους τους ανθρώπους της ηλικίας αυτής. Τα χωράφια λίγα, η παραγωγή πολύ μικρή, ενώ αντίστοιχα τα στόματα πολλά…

Η κάθε οικογένεια προσπαθούσε να βρει μια λύση για να ξεφύγει απ’ τον όλεθρο της λιμοκτονίας. Έτσι έκαναν και οι γονείς του μικρού τότε Δημήτρη. Πήραν αυτόν και τα άλλα αδέρφια του (τον Βαγγέλη, τη Σταυρούλα και τη Στέλλα) και αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν μόνιμα στην απέναντι πλευρά του Αράχθου, στη δική μας, με την προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο.

Αφήνοντας πίσω το χωριό τους (όπου είχαν ελάχιστα και άγονα κτήματα), εγκαταστάθηκαν στα Κοσμίτσαινα, δηλ. πολύ χαμηλά στη Μέγκλα, στην αριστερή πλευρά του Αράχθου κατά τη φορά του ρου προς τον Αμβρακικό. Η πολύτεκνη και φτωχή οικογένεια ξεκίνησε να καλλιεργεί σιτάρια και καλαμπόκια και να τα πουλάει, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα μικρό εισόδημα.

Η συγκοινωνία στο ποτάμι


Όπως είπαμε, ο Άραχθος αποτελούσε ένα φυσικό εμπόδιο μεταξύ των δύο πλευρών του. Το καλοκαίρι, που το νερό ήταν λίγο, περνούσαν από τη μια όχθη στην άλλη με τα πόδια. Όμως τον χειμώνα, που «κατέβαζε» (δηλ. φούσκωνε λόγω του όγκου των νερών) ήταν κυριολεκτικά αδιάβατος. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγαλύτεροι τού έδωσαν το προσωνύμιο «Μέγας»…

Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια λύση, για να εξασφαλιστεί μια υποτυπώδης συγκοινωνία. Έτσι κι έγινε. Οι ευρηματικοί κάτοικοι της περιοχής κατασκεύασαν ξύλινες βάρκες, για να δαμάσουν το υδάτινο εμπόδιο.

Έμπαιναν λοιπόν οι Κορφοβουνιώτες, έρχονταν «περαταριά» (δηλ. στην άλλη πλευρά του Αράχθου) και μετά έφταναν στα Κοσμίτσαινα, στην τοποθεσία Τρύπες. Από εκεί, πήγαιναν με τα πόδια στην Άρτα, ενώ αργότερα άρχισαν να εκτελούν δρομολόγια κάποια μικρά, παλιά λεωφορεία.

Αυτή τη λύση την επέλεγαν, επειδή το σημείο αυτό όπου εκτελούνταν η ποτάμια συγκοινωνία βρισκόταν χαμηλά στο Κορφοβούνι, ενώ η «δημοσιά» (ο δημόσιος, ας πούμε κεντρικός δρόμος) ήταν πολύ ψηλά, άρα η απόσταση προς την Άρτα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη.

«Ιγώ ήξιρα καλό κουλύμπι…»


Όπως μου λέει ο συνομιλητής μου, ο πρώτος που είχε φτιάξει μια τέτοια βάρκα ήταν ο Βασίλης Κοκκινέλης (προπολεμικά εκτελούσε το δρομολόγιο απ’ το Κορφοβούνι στα Κοσμίτσαινα).

Πριν από τον πόλεμο επίσης έγινε βαρκαδόρος και ο Κώστας Πάνου, αδερφός του συνομιλητή μου, και στη συνέχεια κι ο ίδιος ο μπαρμπα-Μήτσιος.

Μου λέει με καμάρι ότι από παιδί ήξερε καλό κολύμπι (φυσικά, έμαθε στο ποτάμι, γιατί τη θάλασσα ούτε από μακριά δεν την είχε δει). Κάποτε είχε πάει για μπάνιο με τον ξάδερφό του στο ποτάμι, στην τοποθεσία Αλευροχιά. 

Ο ξάδερφός του όμως δεν γνώριζε κολύμπι, οπότε παραλίγο να πνιγεί! Με τη βοήθεια του αδερφού του, Κώστα, τον έβγαλαν στην άκρη, τον γύρισαν ανάποδα για να βγάλει το νερό, οπότε του έσωσαν τη ζωή.


Σύντομο αλλά κι επικίνδυνο το ταξίδι

Στην απέναντι της Μέγκλας περιοχή, που ονομάζεται Μέγας Κάμπος, τα παλιά χρόνια ζούσαν 15 οικογένειες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ειδοποιούσαν τον βαρκαδόρο να έρθει για να πάρει κάποιους επιβάτες. Μιας και δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν το σφύριγμα και η δυνατή φωνή. Οι πελάτες σφύριζαν κι ο βαρκάρης ξεκινούσε.

«Μόλις σιούραγαν (σφύριζαν) δυνατά, σφίγγουνταν (έτρεχαν) για τ’ βάρκα... Φώναζαν… Εεεεε! Κώστα Πάνοοοοοο! Έλα δώθι, να μας πιράσεις πέρααααα!».

Έμπαιναν μέσα στη βάρκα και σε δέκα λεπτά βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Αράχθου. Το ταξίδι όσο σύντομο, άλλο τόσο επικίνδυνο ήταν. Ο βαρκαδόρος αλλά και οι επιβάτες του έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα σ’ αυτό το δρομολόγιο του τρόμου, ειδικά ύστερα από παρατεταμένες βροχοπτώσεις, οπότε το ποτάμι είχε πάρα πολύ νερό, αλλά και αέρα, οπότε η παραμικρή αδέξια κίνηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Τα δρομολόγια της βάρκας (που δεν γίνονταν ποτέ το βράδυ, για λόγους ασφαλείας) άρχιζαν μετά τα δυνατά πρωτοβρόχια, δηλ. από Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, και συνεχίζονταν περίπου μέχρι και τον Απρίλιο.

Το εισιτήριο κόστιζε μία δραχμή ανά διαδρομή, ενώ η βάρκα χωρούσε τέσσερις επιβάτες. Ο βαρκαδόρος καθόταν στο πίσω μέρος της βάρκας, σ’ ένα πρόχειρο κάθισμα.

«Ου κόσμους κάθουνταν καταή, κουκούνι (με λυγισμένα γόνατα)… Δε σκιάζουνταν (φοβούνταν), ήταν μαθημένοι…», λέει ο ατρόμητος βαρκάρης.

Μιας και δεν υπήρχε άλλο μέσο για να περάσει κάποιος στην απέναντι όχθη, οι βάρκες χρησιμοποιούνταν και ως… σχολικά, δηλ. για τη μεταφορά των μαθητών. Τα παλιά χρόνια μ’ αυτές τις βάρκες μεταφέρονταν καθημερινά οι μαθητές της Μέγκλας στο σχολείο τους στα Ρουμάνια.

Οι βάρκες αυτές δεν μετέφεραν μόνο ανθρώπους, αλλά και καλαμπόκι και σιτάρι, όπως επίσης και ζώα, κυρίως πρόβατα. Τα έδεναν στα πόδια και τα γύριζαν στο πλάι, έτσι ώστε να μην μπορούν να κινηθούν στη διάρκεια του διάπλου, οπότε θα μπορούσε να προκαλέσουν την ανατροπή της βάρκας. Σημειώνεται ότι τα άλογα και οι αγελάδες περνούσαν κολυμπώντας από τη μια πλευρά του Αράχθου στην άλλη.

«Ηύρισκαμαν έναν πλάτανου τρανό κι χουντρό…»


Η όλη αφήγηση, που θυμίζει ντοκιμαντέρ για πρωτόγονες φυλές του Αμαζονίου, επικεντρώνεται και στις δυσκολίες αλλά και στην ευρηματικότητα της κατασκευής αυτής της βάρκας.

Ας αφήσουμε τον μπαρμπα-Μήτσιο να μας τα πει καλύτερα, μιας και τη δουλειά αυτή την έκανε για περίπου 20 χρόνια (από την Κατοχή μέχρι το 1960): «Ηύρισκαμαν έναν παλιό πλάτανου… Έναν πλάτανου τρανό (μεγάλο) κι χουντρό… Τουν έρ’χναμαν καταή μι τ’ν κόφτρα (μεγάλο πριόνι, που το χειρίζονταν δύο άντρες, ένας από κάθε πλευρά) κι έσκαφαμαν (σκάβαμε) του ξύλου μι του σκαμπάνι (δεν υπήρχαν άλλα εργαλεία) κι έτσι η βάρκα γένουνταν βαριά, μονοκόμματη… Έβαναμαν κι πάντις (επιπρόσθετες σανίδες, για να ακουμπάνε οι επιβάτες)…».


Με κουπί το φτυάρι!


Το πρωτόγονο αυτό πλωτό μέσο που χρησιμοποιούσε ο βαρκαδόρος εξασφάλιζε την κίνησή του με δυο βοηθήματα: τη φουρκάτα (μεγάλο ξύλο κατασκευασμένο από δέντρο φράξου, με διχάλα στην άκρη, για να φτάνει στον βυθό του ποταμού), αλλά και το… φτυάρι, που το χρησιμοποιούσε σαν κουπί, κωπηλατώντας πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά. 

Μάλιστα σε μία από τις φωτογραφίες που του έβγαλα, κρατούσε στο χέρι ένα κουπί παρόμοιο με αυτό που πριν από πολλά χρόνια ήταν απαραίτητο για την κίνηση της βάρκας. Όταν το βάθος ήταν μεγάλο, χρησιμοποιούσε τη φουρκάτα, ενώ στα πιο ρηχά το φτυάρι-κουπί.

Με τη βοήθεια της φουρκάτας η βάρκα μπορούσε να κινηθεί και κόντρα στο ρεύμα του ποταμού. Αλλά πάντα ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, τόσο για τον βαρκαδόρο, όσο –και κυρίως– για τους επιβάτες. Ο γενναίος συνομιλητής μου, εξιστορώντας τα παλιά, θυμάται κάτι πολύ χαρακτηριστικό, που είχε συμβεί όταν βαρκαδόρος ήταν ο αδερφός του: «Κάπουτι ένας κουμπάρους μας, ου μακαρίτ’ς ο Θωμά Κανταρέλης, ήρθι στουν αδιρφό μ’, τουν Κώστα, κι του ‘πι να τουν ρίξει απού πέρα (δηλ. να τον μεταφέρει από τα Κοσμίτσαινα στο Κορφοβούνι). 

Θα σι πιράσου, του ‘πι ου αδιρφός μ’, αλλά όταν φτάσουμι, να πιαστείς απ’ τουν πλάτανου, για να μη φύβγει η βάρκα, γιατί αλλιώς… πάιναμαν χαμένοι (θα πνιγόμασταν). Φύσαγι του πουτάμι (ήταν πολύ ορμητικό)… Μόλις έφτασαν απού πέρα, ου κουμπάρους μας πιάσ’κι απ’ τουν πλάτανου κι απήδ’σι στ’ στιριά».

Σημειώνεται ότι τη βάρκα την έβγαζαν και την έδεναν στην άκρη με μια αλυσίδα, για να μην την παρασύρει το ποτάμι.

Όσο για δυστυχήματα; «Μας φύλαγι ου Μιγαλουδύναμους… Δεν πνί’ικι πουτέ κανένας… Φύλαγαμαν τουν κιρό (δηλ. παρακολουθούσαμε τις καιρικές συνθήκες)».

Ξυπόλητος χειμώνα – καλοκαίρι!


Η φτώχεια που βίωσαν οι άνθρωποι αυτοί είναι κάτι που δεν μπορούμε να φανταστούμε στην εποχή μας. Από τα πολλά που μου αφηγήθηκε ο ήρωας συνομιλητής μου σταχυολογώ μερικά: «Ιγώ δε φόραγα παπούτσια τότι! Ή ξυπόλητος χειμώνα-καλουκαίρι ή μι κάτι παλιουπάπ’τσα απού γουρνουτόμαρου (δέρμα χοίρου), τα ‘φκιαναν οι βλάχοι… Καλά, απού πείνα μην τα ρουτάς καλύτιρα… Δ’λειά μέρα-νύχτα κι να είσι μ’ ένα ξιρουκόμματου! Κριάσι δεν έτρουγαμαν… Άμα ήταν για ψόφου κάνα γίδι, τό ‘σφαζαμαν κι τό ‘τρουγαμαν…».

Ο μπαρμπα-Μήτσιος δούλεψε σκληρά σε όλη του τη ζωή του, από τότε που ήταν παιδί μέχρι που γέρασε, όπως μου λέει. Ήταν κτηνοτρόφος, γεωργός, πήγαινε για μεροκάματα ως εργάτης, «έβγαζε και πούλαγε τσιούμα», δηλ. την ερεικόριζα, την ξυλώδη ρίζα του ρεικιού που χρησιμοποιείται για κατασκευή ξύλινων αντικειμένων.

«Λέν’ τα πιδιά σήμιρα δε βρίσκουν δ’λειά κι κάθουντι… Ιγώ έκαμα ένα σουρό δ’λειές… Μέχρι κι στου Μισουλόγγι είχα πάει για μιρουκάματου… Δούλιψα σι νταμάρι… Μ’ είχαν διμένου μ’ αργανέλις (τριχιές) κι ιγώ έσπαγα του β’νό μι του κουμπρισέρ, για να φκιάσουν ασβέστη…». 

Ζητώντας του λεπτομέρειες γι’ αυτό το μεροκάματο του τρόμου, μου εξηγεί ότι ήταν δεμένος απ’ τη μέση και τους ώμους με τριχιές (τις οποίες κρατούσαν κάποιοι συνάδελφοί του), αυτός ουσιαστικά αιωρούνταν στο κενό, ενώ ταυτόχρονα χειριζόταν το πολύ βαρύ κομπρεσέρ, για να σπάσει τον βράχο, ο οποίος θα χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια ως το βασικό υλικό στην ασβεστοκάμινο.

Ο ξυλοδαρμός απ’ τους Ιταλούς



Ο Δημήτριος Πάνου, πρωταγωνιστής της ιστορίας, ανακαλεί και μια πολύ οδυνηρή εμπειρία από τα παιδιά του χρόνια, τότε που ο τόπος μας στέναζε κάτω από τη μπότα του κατακτητή.

Βρισκόμαστε στην αρχή της Κατοχής, το 1941. Μια μέρα, ένα αυτοκίνητο με Ιταλούς στρατιώτες είχε σταθμεύσει στη Μέγκλα, συγκεκριμένα στην τοποθεσία Κίτσαινα. Οι στρατιώτες το είχαν αφήσει αφύλαχτο και με τα πόδια πήγαν στην Κάτω Καλεντίνη, επειδή εκεί σταματούσε ο δρόμος.

Κάποιος φτωχός χωρικός πήγε κι έκλεψε ένα λάστιχο, για να το χρησιμοποιήσει ως σόλα στα παπούτσια του.

Τότε ο έφηβος Δημήτρης ήταν μισθωτός τσοπάνης. Φύλαγε το κοπάδι ενός δραγάτη (αγροφύλακα). Για κακή του τύχη, εκείνη τη μέρα είχε τα γίδια πολύ κοντά στο σημείο όπου είχε γίνει η κλοπή. «Πρέπει να πας στην Κάτω Καλεντίνη… Κάποιος σε θέλει…», του είπε το αφεντικό του, χωρίς όμως να του δώσει καμία άλλη πληροφορία για το τι τον περίμενε. Δυστυχώς, οι Ιταλοί θεώρησαν ότι αυτός είναι ο κλέφτης…

«Μόλις πήγα (στο προαναφερθέν χωριό), μ’ αλών’σαν στου ξύλου οι Ιταλοί στρατιώτις. ‘Περ λαστίχα, Γκρέκο! Σκάρπα!’ (για το λάστιχο, Έλληνα, παπούτσι)… Έτσι μο’ ‘λιγαν κι μ’ έδιρναν μι τ’ς ζουστήρις! Μ’ έδιρναν μέσα στου μαγαζί (καφενείο) τ’ Τσιμπλή! Ήταν 3-4 οι Ιταλοί…

Μ’ άφ’καν ιμένα κι πιρίλαβαν του Σπύρου Τσιγαρίδα, τουν έδειραν πουλύ κι αυτόν…Ου έρμους είχι ένα κούτσικου (μικρό) μαχαίρι στ’ν τσέπη, σ’γιά (σουγιά), κι όπους τουν έδιρναν, το’ ‘πισι… Άμα (μόλις) τουν είδαν οι Ιταλοί, του ‘παν ‘Περ λαστίχα, Γκρέκο!’ κι τουν πιλέκ’σαν στου ξύλου, τουν σακάτιψαν! Ιμένα μ’ απόλυσαν (απελευθέρωσαν) ικείνη τ’ν ώρα… Αυτόν τουν πήραν οι Ιταλοί στ’ν Άρτα, για ανάκριση…».

Ο νεαρός Δημήτρης πήγε για να διαμαρτυρηθεί στον αστυνομικό σταθμό του Δίστρατου, όμως ο διοικητής τού είπε ατάραχος: «Δε σε θέλουμε τίποτα τώρα…».

Αυτός ο άγριος ξυλοδαρμός του έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να θέλει να τους εκδικηθεί, να τους πολεμήσει, όπως κι έκανε…

Ο 17χρονος που πολέμησε τους κατακτητές

Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν οι ώρες κι έχει φτάσει μεσημέρι. Η συζήτησή μας οδεύει προς το τέλος της. «Καρτέρει (περίμενε), να σ’ δείξου κάτι…», μπαίνει στο σπίτι και κάτι κρατάει… Με καμάρι μού δείχνει το μετάλλιο και την τιμητική διάκριση που πήρε για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. «Μη μι τ’ράς (τηράς: κοιτάς) τώρα π’ γέρασα… Αυτός ου λιβέντ’ς π’ γλέπ’ς (βλέπεις) ιδώ στ’ φουτουγραφία ιγώ είμι! Ήμαν 17 χρουνών τότι κι πουλέμ’σα στουν πόλιμου μι τ’ς Γιρμανούς κι τ’ς Ιταλούς… Μο’ ‘δουκαν κι μιτάλλιου…». 

Συγκλονιστική η φωτογραφία του 17χρονου λεβεντονιού Δημήτρη με τη στρατιωτική στολή και το γερακίσιο βλέμμα, που δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη γενναία ψυχή αυτού του παιδιού, που είναι ένας από τους ήρωες στους οποίους οφείλουμε την απελευθέρωσή μας από τους κατακτητές.

Μπαρμπα-Μήτσιο, σου εύχομαι όχι απλώς να τα εκατοστήσεις, αλλά να τα χιλιάσεις τα χρόνια σου, για να αφυπνίζεις και να εμπνέεις όλους εμάς τους νεότερους!


*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι κλασικός φιλόλογος - θεολόγος - επιμελητής εκδόσεων. Γλωσσικό υλικό από τη συνέντευξη έχει χρησιμοποιηθεί στο υπό έκδοση Ηπειρώτικο Λεξικό.

email: vasilis.malisiovas@gmail.com

 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ