Το ΟΧΙ του 1940 - Άλλη είναι η Ελλάδα
Κείμενο: Χρήστος Τούμπουρος
Θα γιορτάσουμε και πάλι την Αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά του εισβολέα-κατακτητή. Θα παρελάσουν οι φουστανελοφόροι και οι σιγκουνοφορούσες με ρυθμικό βήμα ανά το πανελλήνιον.
Και οι υπόλοιποι θεατές συμμετέχοντες συναισθηματικά, έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας και εγωισμού (για το αμόλυντο της φυλής μας και το ακαταμάχητο της ανδρείας μας) θα χειροκροτούν ρυθμικά και ακατάπαυστα.
Δοξολογίες και πανηγυρικοί, λαμπαδηδρομίες και μουσικές, όλα μα όλα σε μια «αρμονική σύμφρυση» που καταυγάζει το αγωνιστικό πνεύμα με απώτερο σκοπό πάντα ταύτα να μεταλαμπαδευτούν στη νεότερη γενιά, το καμάρι και το μέλλον του έθνους μας.
Άγνωστο, εάν με τους επίσημους φρακοφορεμένους θα συνυπάρχουν και οι εκπρόσωποι των συμμάχων μας που εγκαταστάθηκαν (μπαστακώθηκαν θα έλεγε η γιαγιά μου) εδώ στη χώρα μας, όχι αιτώντας αλλά απαιτώντας λίγα, μα πολύ λίγα πράγματα... Τη γη, τη θάλασσα, τον αέρα, (όχι την Ακρόπολη την κρατούν ως εγγύηση), λιμάνια, δρόμους και αεροδρόμους...
Ασφαλώς και δεν θα ‘ρθουν σε επαφή, νοητική φυσικά, μ' αυτούς τους ήρωες της Αντίστασης, γιατί αυτός ο αγωνιστής που άφησε τα κοκαλάκια του στο Αλβανικό μέτωπο
«Γυρεύει πίσω το ψωμί που του φάγανε
Γυρεύει τον ήλιο που του κλέψανε
Γυρεύει τη ζωή που του κόψανε»
Δεν γνωρίζουν, και γιατί να γνωρίζουν άλλωστε, το δίκιο για το οποίο υπηρέτησαν και έφτασαν:
«Τὸ χέρι τους (να) εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι (να) εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους» Γιάννης Ρίτσος
τὸ ντουφέκι (να) εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους» Γιάννης Ρίτσος
Και ποιος να υπολογίσει αξίες και θεσμούς, αξιοπρέπεια και εθνική υπερηφάνεια, ελευθερία και αρετή; Τα πάντα αποτιμώνται. Η τιμή, τιμάται, η παράδοση εκποιείται, η ιστορία μηδενίζεται (σφουγγάρι από λαγοπόδαρο) και η αλήθεια κατά συρροή βιάζεται. «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά της εαυτοίς και επί τον ιματισμόν της έβαλον κλήρον» ή κάπως διαφορετικά: «Λάβετε φάγετε».
Τύφλα να ‘χει ο Ταμερλάνος και ο Τσενγκίς Χαν.
Θα γιορτάσουμε και πάλι την «Αντίσταση» του Ελληνικού λαού κατά του εισβολέα- κατακτητή. Δεν ξέρω αν θα παρελάσουν τα σχολεία που δέχτηκαν αλλογενείς, μετανάστες, πρόσφυγες, Σύριους και Αφγανούς -παιδάκια του Θεού, θα τα έλεγε η γιαγιά μου- ή θα απέχουν κατόπιν αποφάσεως τρισκατάρατων φασιστοειδών όντων, «πατούρα» στο μίσος και την απανθρωπιά.
Κοπρίτες που αποδιώχνουν κάθε ιδανικό του Έλληνα και σκυλεύουν πάνω στη διαχρονική αξία της θυσίας του στα κακοτράχαλα Ηπειρώτικα βουνά. Τότε τα ξεπούλησαν τα ιδανικά με τη συνεργασία τους με τους κατακτητές. Σάμπως τώρα το ίδιο δεν κάνουν; Είχε φιλότιμο ο Έλληνας. Δεν ξέρναγε χολή και μίσος.
Αγωνίστηκε ο Έλληνας να φτιάξει τα χωραφάκια του, να «φάει μια στάλα ψωμί» και δεν του έφταιγαν ποτέ τα παιδάκια που τα ξέβρασε η θάλασσα σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Θα γεμίσουμε από αναλυτές και αναλυτικούς σχολιαστές, από εθνοκλαψούρες - ερμηνευτές, του φαινομένου (λες και ο φασίστας είναι μακριά μας και όχι -ενίοτε- μέσα μας), από μοιρολογίστρες για «την κακομοίρα την πατρίδα μας, που θα της αλλάξουν τα φώτα οι πρόσφυγες», από Πόντιους Πιλάτους «τα είπα εγώ, σε προηγούμενη συζήτηση, τα είχα αναλύσει», και δυστυχώς, από τυμβωρύχους και σκυλευτές του αγώνα του Έλληνα στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου και τη μεγαλειώδη Αντίστασή του στο Ναζισμό και σ' όλα τα φασιστοειδή και «φασίζοντα» κοπρόσκυλα - συνεργάτες των Γερμανών.
Φουστανελοφόροι και αποκριάτικα μακιγιαρισμένα «πολιτικά όντα», κυρίες με το μαλλί στην τρίχα και το νύχι «στο κάγκελο», «πρώτο τραπέζι πίστα» έτσι παντοιοτρόπως να υποθάλπονται, να κυοφορούνται και να αναπτύσσονται φασιστικές συμπεριφορές και να προωθούν τη σκέψη (πού να τη βρουν κι αυτή;) ότι οι μπρατσαδόροι-μπράβοι, θα μας σώσουν...
Αλήθεια
«Δεν είναι τούτος τώρα ο τόπος μας
μια συνοικία από κουρέλια και μπαλώματα
εκεί π' αλώνιζε η λεβεντιά τα μάτια δακρύζουν αίμα
που πάει ο ήλιος την αυγή και οι σταυροί πληθαίνουν
τώρα βαστάμε την ανάσα μας ν' αφουγκραστούμε
τις άφωνες κραυγές
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας»
Από το ποίημα «Ορέστεια» του Γιώργου Κάρτερ
Άλλη είναι η Ελλάδα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου