«Η οικονομία υποτροπιάζει»


-Προειδοποίηση από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής

Μόνον η τελική συμφωνία με τους εταίρους στην Ευρωζώνη θα εξαλείψει τις αβεβαιότητες και θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη υποστηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ) στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. 



Παράλληλα, σημειώνει ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, ενώ ασκεί κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης και τις προτάσεις της για τον προϋπολογισμό, τις μεταρρυθμίσεις και το χρέος.

«Η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί προθυμία για συμβιβασμό και των εταίρων (θεσμών)» υποστηρίζει το ΓΠΒ, αλλά προσθέτει ότι «θα ήταν ιστορικό λάθος να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη την ώρα που η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη αρχίζει να αλλάζει σε κατεύθυνση ευνοϊκή για την ίδια τη χώρα». Στο πλαίσιο αυτό σημειώνουν ότι «η κορυφαία, επίσημη και ορθή στρατηγική επιλογή είναι να κρατηθεί η χώρα εντός της Ευρωζώνης μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης».

Η έκθεση, υπό τον τίτλο «η οικονομία υποτροπιάζει», περιγράφει την κατάσταση «κόκκινου συναγερμού» στην οποία φαίνεται πως έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και συνολικά η χώρα, καταγράφοντας μια σειρά από επισημάνσεις οι οποίες καταδεικνύουν έντονο προβληματισμό για τις εξελίξεις, εν μέσω των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων με τους εταίρους.

Είναι ενδεικτικό ότι γίνεται λόγος για πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα, η οποία «επισκιάζει την αναζήτηση διεξόδων και την ανάπτυξη», ενώ παράλληλα καταγράφονται και οι ευθύνες οι οποίες βαραίνουν τη νέα κυβέρνηση, εξαιτίας της πολυγλωσσίας των μελών της, αναφορικά με το ποιές επιλογές πρέπει να γίνουν για την υπέρβαση της κρίσης.

Μάλιστα, ο Συντονιστής και τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής αναγνωρίζουν ότι γενικά στην οικονομική πολιτική «αντιπαρατίθενται διαφορετικές οικονομικές φιλοσοφίες και πως ό,τι είναι αναγκαίο με οικονομικά κριτήρια δεν είναι απαραίτητα εφικτό με πολιτικά. Επίσης, ό,τι είναι επιθυμητό πολιτικά δεν είναι πάντοτε οικονομικά αποτελεσματικό».

«Παρά τα έντονα κοινωνικά προβλήματα, η οικονομία της χώρας παρουσίαζε σημεία ανάκαμψης το 2014. Ομως, το πρώτο τρίμηνο 2015 άρχισε με πολλές αβεβαιότητες ως προς τη μελλοντική πορεία της οικονομίας.

Ο εκλογικός κύκλος και η παρατεταμένη αδυναμία συμφωνίας κυβέρνησης και θεσμών (πρώην τρόικα), η εκκρεμότητα γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες όπως είναι οι αμφιταλαντεύσεις σε ζητήματα έννομης τάξης, και οι αντικρουόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας ή ρήξης, ενέτειναν την αβεβαιότητα, που με τη σειρά της προκάλεσε επενδυτική υστέρηση στην αγορά και σε συνδυασμό με αντιφατικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης κυβέρνησης είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2014, την επιστροφή της οικονομίας σε υφεσιακή τροχιά», τονίζεται χαρακτηριστικά.

Το ΓΠΒ προχωρά σε δύο συμπεράσματα:
1. Η χώρα βρέθηκε σε τροχιά απόκλισης από τους δυτικούς και ευρωπαϊκούς εταίρους.
2. Η εν πολλοίς ορθή κριτική στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και σε επιμέρους αποφάσεις οικονομικής πολιτικής των οργάνων της ΕΕ (π.χ. για τους όρους της πρώτης δανειακής σύμβασης 2010) δεν πρέπει να συγχέεται στις σημερινές συνθήκες με τα ειδικότερα ελληνικά προβλήματα.

Μολονότι είναι σημαντικό ότι για πρώτη φορά τόσο πολλοί Έλληνες πολιτικοί επικρίνουν ορισμένες πολιτικές και όψεις της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και μάλιστα με τεχνοκρατική επάρκεια «η κριτική μόνον εν μέρει μπορεί να συνδεθεί με την τρέχουσα διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας».

Επιπλέον, αναφέρει ότι «δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πέρα από τη δικαιολογημένη κριτική, σήμερα η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης μεταβάλλεται ήδη και ότι είμαστε η μόνη χώρα που δεν κατάφερε να εξέλθει από την “ομπρέλα” των επίσημων μηχανισμών στήριξης, σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (και, όπως φαίνεται, με την Κύπρο στο άμεσο μέλλον)».

Και συμπληρώνει ότι όσο καιρό η Ελλάδα είναι αποκομμένη από τις αγορές, χρειάζεται τη χρηματοδοτική στήριξη κυρίως των Ευρωπαϊκών θεσμών και αυτή προϋποθέτει συμφωνία πάνω στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Κατά την εκτίμηση του Γραφείου το μείζον ζήτημα της ελληνικής οικονομίας είναι «οι αγκυλώσεις που εμφανίζονται στις σχέσεις κράτους και αγοράς» και απαιτούνται ριζοσπαστικές λύσεις με βάση τις διεθνείς εμπειρίες και τις βέλτιστες πρακτικές («best practices») και όχι με βάση παραδοχές που έχουν ιστορικά διαψευσθεί.

Παράλληλα, ασκεί κριτική στους παρακάτω τομείς:
Δημοσιονομικά

Κάθε ένα από τα μέτρα που έχει προτείνει η κυβέρνηση μπορεί να συζητηθεί ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του «αλλά όλα μαζί δεν εντάσσονται σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη ούτε είναι σαφές πώς θα χρηματοδοτηθούν τελικά, παρά την αισιοδοξία του «κειμένου εργασίας» για νέα φορολογικά έσοδα 4,7 έως 6,1 € δισ., ούτε τέλος στηρίζονται σε τεκμηριωμένη».

Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται είναι ένα ιδιότυπο μείγμα νέων φόρων, νέων δαπανών και θεσμικών αλλαγών και σε μεγάλο βαθμό ανακοινωμένων αντιφατικών προθέσεων για αλλαγές. Για ορισμένα μέτρα (π.χ. 100 δόσεις) είναι απροσ- διόριστες τελικά οι μακροχρόνιες επιπτώσεις. Παρά το βραχυπρόθεσμο όφελος, το μείγμα αυτό εντείνει την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση».

Μεταρρυθμίσεις

Η μεταρρυθμιστική πτυχή είναι «ανεπαρκής». Πολλές από τις ιδέες που περιλαμβάνει είναι ατελείς (π.χ. για τη Δικαιοσύνη) και παραβλέπουν τόσο ιστορικές εμπειρίες όσο και ευρύτερες τάσεις που επικρατούν διεθνώς (π.χ. στη Δημόσια Διοίκηση).

Χρέος

Το συμπέρασμα είναι ότι «η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εξυπηρετεί κανονικά το χρέος της και προς το σκοπό αυτό χρειάζεται βοήθεια». Μάλιστα, αναφέρει το Γραφείο ότι αν ληφθούν υπόψη οι υποχρεώσεις για μετά το 2015 «η χώρα θα χρειασθεί πρόσθετη βοήθεια (= νέα δανειακή σύμβαση) ύψους 20-30 δισ. ευρώ, μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα του χρέους. Αλλά και η βοήθεια αυτή θα δοθεί υπό όρους οικονομικής πολιτικής, όπως προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας».

Πέραν αυτών το Γραφείο εκτιμά ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν απειλεί μόνον όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φόρους και απέφυγαν απολύσεις.

 «Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα» κατά το ΓΠΒ και συμπληρώνει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες. Και η πολιτική αυτή θα πρέπει να εφαρμοσθεί εντός του πλαισίου κανόνων (και των διαδικασιών) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΜΠΟΥΡΔΑΡΑΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΙΚΑΣ
 kathimerini.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ