Οι άστεγοι, το κρύο και ο νεκρός χρόνος
Αλληλεγγύη μεταξύ αστέγων
Στην εσοχή του πεζοδρομίου, ο Τάκης έχει βάλει
το καλάθι του σούπερ μάρκετ μπροστά του, να κόβει τον αέρα. Τον ρωτάω
πέρα απ’ το κρύο, ποιο είναι το μεγάλο του πρόβλημα. Περιμένω να μου πει
πως δεν έχει λεφτά, ή πως φοβάται τις νύχτες στον δρόμο. «Είναι πάρα
πολύς ο χρόνος», λέει ο Τάκης. «Κάτι πρέπει να βρεις να κάνεις».
Αυτό το σλίπινγκ μπαγκ, που τώρα περνά μέσα του τη μισή μέρα, το πήρε για μια εκδρομή στον Ολυμπο όταν ήταν φοιτητής στα ΤΕΙ. «Είμαι φωτογράφος χωρίς φωτογραφική μηχανή», λέει. Οπως ο άστεγος με το αυτοκίνητο κοντά στην Πέτρου Ράλλη είναι υπάλληλος γραφείου χωρίς γραφείο, όπως ο Γιάννης είναι διανομέας χωρίς πακέτα να μοιράσει.
Από πέρυσι τον χειμώνα, ο Τάκης περνάει τις μέρες του με τον Γιάννη, που τον γνώρισε στον δρόμο. Ζουν ένα στενό πίσω απ’ την πλατεία στο Μοναστηράκι, κι όπως λέει ο Γιάννης, «φυλάει ο ένας τον άλλον.
Πάει εκείνος να κάνει μια δουλειά ας πούμε, προσέχω εγώ τα πράγματα». «Και φαγητό πού βρίσκετε;», τον ρωτάω. «Εσείς δεν θα με καταλάβετε», κάνει χαμογελώντας, «αλλά το φαγητό δεν είναι πρόβλημα. Αν μπορείς να περπατάς, στην Αθήνα βρίσκεις φαγητό».
Ο Γιάννης εξηγεί πως υπάρχουν πάντοτε διαθέσιμα συσσίτια για τους άστεγους. Τουλάχιστον 1.500 μερίδες φαγητού μοιράζει κάθε μέρα μόνο το Ιδρυμα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, που κάνει διανομή το μεσημέρι στις 12.00 και το απόγευμα στις 17.00 στην οδό Σοφοκλέους.
Στο ίδιο μέρος διανέμει τα μεσημέρια φαγητό και η Εκκλησία, ενώ υπάρχουν και συσσίτια στις περισσότερες ενορίες της Αθήνας. Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι το φαγητό. «Το σπίτι είναι το πρόβλημα», λέει ο Γιάννης. «Αυτό μάλιστα, είναι πρόβλημα αληθινό».
Τον πρώτο καιρό, ο Τάκης ρώτησε στον Δήμο μήπως πάει να ζήσει σε κάποια απ’ τις εστίες τους. Στο ξενοδοχείο των αστέγων στην οδό Χαλκοκονδύλη αυτή τη στιγμή μένουν 103 άτομα, και υπάρχουν κενά δωμάτια για άλλους 30 άστεγους. Μερικούς δρόμους πιο κάτω, στην Πατησίων, υπάρχει και η εστία που φιλοξενεί 25 πιο ηλικιωμένους άστεγους, και χωρά άλλους 20.
Ομως ο Τάκης δεν πήγε τελικά σε κανένα απ’ τα δύο. «Επρεπε να κλείνεσαι μέσα από νωρίς το βράδυ, να ζητάς άδεια για τα πάντα, να ζεις σα γέρος ή σαν παιδί». Εκείνος δεν είχε συνηθίσει έτσι. «Ο άστεγος», λέει, «είναι ελεύθερο πλάσμα. Κι αν δεν ήταν πριν, τον ελευθερώνει ο δρόμος». Πετάει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο στο Γιάννη. «Κι έτσι, κολλήσαμε εδώ», λέει.
Η περίπτωσή του δεν είναι απ’ τις σπάνιες. Η Ελένη Κατσούλη, η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ, εξηγεί πως για να μείνει στο ξενοδοχείο ένα βράδυ κάποιος χρειάζεται να δείξει μόνο την ταυτότητά του. Αλλά για πιο μακροχρόνια διαμονή, πρέπει να δεχτεί να κάνει εξετάσεις για λοιμώδη νοσήματα, να μην έχει βαρύ ψυχιατρικό ιστορικό, ούτε και μεγάλο ποινικό μητρώο. Κι έτσι, οι πιο πολλοί άστεγοι τελικά επιστρέφουν στον δρόμο.
Τα κλιμάκια του Δήμου προσπαθούν να δίνουν βοήθεια εκεί: κάθε φορά που ο καιρός αγριεύει ένα ειδικό βανάκι μ’ έναν γιατρό κι έναν κοινωνικό λειτουργό μοιράζουν κουβέρτες και βοηθούν τους άστεγους να βγάλουν τη νύχτα ασφαλείς. «Εχουμε αποφασίσει εφέτος να βγαίνουμε ακόμα κι αν δεν έχει τόσο κρύο που να δώσει σήμα η Νομαρχία.
Ακόμα κι αν έχει 6 ή 7 βαθμούς θερμοκρασία, θα κατεβαίνει κλιμάκιο στον δρόμο», λέει η κ. Κατσούλη. «Με ζεστά ροφήματα, φαγητό, κουβέρτες, ρούχα... Πέρυσι ένας χορηγός έδωσε γάντια και σκούφους για το κρύο. Ηταν σημαντικό αυτό».
Η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ λέει πως εν όψει των γιορτών, οι υπηρεσίες του Δήμου είχαν ετοιμαστεί και καθ’ όλη τη διάρκεια θα υπάρχουν χώροι με θέρμανση που θα υποδέχονται όποιον θέλει να περάσει εκεί τη νύχτα, «αν και οι περισσότεροι αρνούνται να αφήσουν τη θέση τους στον δρόμο», όπως λέει. «Πέρυσι έβγαινα εγώ η ίδια με το κλιμάκιο, τους παρακαλούσα. “Ελα μαζί μας, να ζεσταθείς, Γιατί δεν πας;”. Αλλά κανείς σχεδόν δεν ήθελε».
Ο Τάκης, που του το λέω την επομένη, δεν το βρίσκει καθόλου παράξενο. «Ε, βέβαια, ποιος να πάει εκεί; Θα χάσεις την καβάτζα σου στον δρόμο, επειδή έπιασε μια νύχτα κρύο;». Μια καλή γωνία σε μια προστατευμένη στοά, είναι «πολύτιμη». Και μοιάζει «φοβερά εύκολο» αν φύγεις να στην πάρει κάποιος άλλος. Αν και, όπως λέει ο Τάκης, «όχι τόσο εύκολο όσο είναι να σου πάρουν οι τράπεζες το σπίτι που μένεις».
Κανείς δεν θέλει να λέει ιστορίες
Ο Δημήτρης λέει πως απ’ την κρίση και μετά «έχει αλλάξει η έννοια της λέξης άστεγος. Δεν είναι ο παραβατικός, ο τοξικομανής, ο ψυχικά ασθενής». Κανονικά, τέτοιες δηλώσεις σε ρεπορτάζ σαν κι αυτό τις κάνουν οι ειδικοί – οι ψυχολόγοι, ή οι υπεύθυνοι του Δήμου. Ο Δημήτρης όμως, είναι ένας άνδρας που κοιμάται τα βράδια κάτω απ’ τη γέφυρα της Πέτρου Ράλλη. «Τώρα άστεγος είναι αυτός που ήταν πρώτα νοικοκύρης», λέει.
Ο Δημήτρης είναι και τώρα νοικοκύρης. Απλώς, έχει ένα σπίτι χωρίς τοίχους. Η κολώνα που γράφει «ΠΑΟ – ΡΟΥΦ», είναι το προσκεφάλι το δικό του και της Μαριλένας. Το κρεβάτι τους το ορίζει το κάγκελο του δήμου που χωρίζει τον δρόμο απ’ το παρτέρι. Aπέναντι, είναι η τραπεζαρία.
Ο Δημήτρης δείχνει το τραπέζι και τις μισοδιαλυμένες καρέκλες γύρω του και γελάει: «αυτό είναι το δικό μας καθιστικό», λέει. Στην πραγματικότητα, το μόνο «δικό τους» είναι μερικά μαξιλάρια, μια πορτοκαλί κουβέρτα, και δύο γάτες, που μαζεύονται στις κουβέρτες τους για να ζεσταθούν. Σήμερα μπορεί να μην έχουν φαγητό να τους δώσουν, πάντα όμως έχουν χάδια. Κι αυτό, είναι πιο πολύ απ’ ό,τι έδωσαν οι άλλοι άνθρωποι σ’ αυτούς.
«Τι να σου λέω...». Κανείς απ’ τους ανθρώπους στον καταυλισμό της γέφυρας δεν θέλει να λέει ιστορίες. Ούτε ποιος ήταν πριν, ούτε πού δούλευε, ούτε τι πήγε στραβά. «Τώρα τι κάνουμε». Ενας κύριος ζει τόσο καιρό στο αυτοκίνητό του, που έχει μέσα πεταμένες εφημερίδες του καλοκαιριού. «Στο πορτ μπαγκάζ έχω ένα καθαρό κουστούμι», απολογείται. «Μην τυχόν με φωνάξει κανένας για δουλειά».
Αλλά δεν είναι εύκολο να ξεκολλήσεις από εδώ. Η Μαριλένα, η φίλη του Δημήτρη, λέει πως το ίδιο το σύστημα σε κρατάει στον δρόμο. «Πώς θα υποβάλω δήλωση εγώ;», κάνει. «Το σύστημα, το taxis, δεν δέχεται τη λέξη “άστεγος”. Ζητάει διεύθυνση. Ορίστε λοιπόν: Γράφεις “Πέτρου Ράλλη, κάτω απ’ τη γέφυρα”. Και μετά, πρέπει να πεις αν είναι το σπίτι ιδιόκτητο, ή με νοίκι».
Αυτά τα πράγματα οι άστεγοι της Αθήνας πριν την κρίση δεν τα σκέφτονταν ποτέ. Αλλά από τότε, όλα άλλαξαν. «Οταν τους δώσαμε πέρυσι ερωτηματολόγια να απαντήσουν, δεν περιμέναμε πως θα έχουν οι άστεγοι τέτοια συγκρότηση», λέει η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ Ελένη Κατσούλη. Ομως οι νέοι άστεγοι δεν είναι αναγκαστικά ψυχικά ασθενείς, ή ναρκομανείς. Ετσι τουλάχιστον λέει η τελευταία μελέτη του Ιδρύματος Αστέγων: το 73% είναι στην πιο παραγωγική τους ηλικία, από 26 ώς 55 χρόνων.
Και σύμφωνα με έρευνα της «Κλίμακας», 1 στους 5 άστεγους της Αθήνας έχει ανώτερο ή ανώτατο μορφωτικό επίπεδο, ενώ σχεδόν οι μισοί (40%) έχουν τελειώσει τουλάχιστον το λύκειο. Στο ΚΥΑΔΑ υπολογίζουν πως οι άστεγοι της Αθήνας είναι περίπου 1.100 άτομα, κι αν αυτός ο αριθμός μοιάζει από πέρυσι ώς φέτος να μένει σταθερός, εκείνος που αυξάνεται είναι ο πληθυσμός των υποψήφιων αστέγων.
«Εχουμε αύξηση των περιπτώσεων επισφαλούς κατοικίας», λέει η κ. Κατσούλη. «Πολλές εξώσεις, πολλά σπίτια χωρίς καθόλου εισόδημα, χωρίς ρεύμα». Μόνο στην Αθήνα υπάρχουν 13.000 άνθρωποι που έχουν ζητήσει βοήθεια απ’ τον δήμο γιατί αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης.
Οπως ο Στράτος. Παντρεμένος με μια Γερμανίδα απ’ τα 20, οδηγός ταξί απ’ τα 23, άστεγος από πέρυσι. Είχε πάρει δάνειο για ν’ αγοράσει δικό του αμάξι, ήρθε η κρίση και του πήρε «το αμάξι, το σπίτι και τη γυναίκα».
Τώρα λέει πως σκέφτεται να ζητήσει δουλειά στη «Σχεδία» - είναι το περιοδικό που πωλούν οι άστεγοι προς 3 ευρώ. «Ζεις μ’ αυτά τα χρήματα», λέει ο Στράτος, και μετά μιλάει για τις «Αόρατες Διαδρομές», «την ξενάγηση στην πόλη που κάνουν τα Σάββατα». Ενας άστεγος σε πάει σ’ όλα τα μέρη που έχουν γι’ αυτόν σημασία.
Δεν δυσκολεύεται όταν τον ρωτάω πού θα πήγαινε τους ανθρώπους αν ήταν οδηγός στις «Αόρατες Διαδρομές». «Στο παλιό μου σπίτι», απαντά. «Θησείο, οδός Αγήνορος. Θα τους μιλούσα για τη μέρα που γύρισα και βρήκα τις κλειδαριές αλλαγμένες. Και για τον γείτονά μου. Που του χτύπησα το κουδούνι και μου είπε απ’ το θυροτηλέφωνο «συγγνώμη φίλε, δεν μπορώ να σου ανοίξω. Αφού δεν μένεις πια εδώ. Με καταλαβαίνεις, έτσι;».
Το συσσίτιο της οδού Σοφοκλέους
Τα μεσημέρια στην οδό Σοφοκλέους οι 9 στους 10 ανθρώπους που έρχονται για το συσσίτιο είναι Ελληνες. Οταν πια μοιραστούν οι μερίδες, ακούς να συζητούν και νιώθεις σαν σε κανονικό εστιατόριο.
Το Ιδρυμα Αστέγων που φροντίζει για το φαγητό, συντονίζει και τις δράσεις άλλων φορέων όπως ο ΟΚΑΝΑ, ή το ΚΕΘΕΑ, όταν απευθύνονται σε άστεγους. Κι έτσι, πέρα απ’ τα συσσίτια, υπάρχουν τα ξενοδοχεία των αστέγων, η έκτακτη βοήθεια στον δρόμο, και το Κοινωνικό Φαρμακείο στη Βαρβάκειο.
Παράλληλα, βοήθεια στους άστεγους προσφέρουν και πολλές ακόμα οργανώσεις όπως οι Γιατροί του Κόσμου, αλλά και μερικοί εξειδικευμένοι φορείς, όπως η «Κλίμακα» που στο «κέντρο ημέρας» της εξυπηρετεί τουλάχιστον 350 ανθρώπους την εβδομάδα.
Οι άστεγοι εκεί μπορούν να ζητήσουν βοήθεια για οτιδήποτε: από το να βρουν έναν δικηγόρο να λύσει τα νομικά τους θέματα, ή να δουν έναν γιατρό για τους μικροτραυματισμούς που μπορεί να έπαθαν στον δρόμο, μέχρι το απλούστερο: να κάνουν ένα μπάνιο να ξυριστούν και να πλύνουν τα ρούχα τους. Πέρα απ’ αυτά, όμως, το κράτος, δεν έχει και πολλούς τρόπους να βοηθήσει τους πιο στερημένους πολίτες του να ξεκινήσουν τη ζωή τους ξανά.
Αυτό το σλίπινγκ μπαγκ, που τώρα περνά μέσα του τη μισή μέρα, το πήρε για μια εκδρομή στον Ολυμπο όταν ήταν φοιτητής στα ΤΕΙ. «Είμαι φωτογράφος χωρίς φωτογραφική μηχανή», λέει. Οπως ο άστεγος με το αυτοκίνητο κοντά στην Πέτρου Ράλλη είναι υπάλληλος γραφείου χωρίς γραφείο, όπως ο Γιάννης είναι διανομέας χωρίς πακέτα να μοιράσει.
Από πέρυσι τον χειμώνα, ο Τάκης περνάει τις μέρες του με τον Γιάννη, που τον γνώρισε στον δρόμο. Ζουν ένα στενό πίσω απ’ την πλατεία στο Μοναστηράκι, κι όπως λέει ο Γιάννης, «φυλάει ο ένας τον άλλον.
Πάει εκείνος να κάνει μια δουλειά ας πούμε, προσέχω εγώ τα πράγματα». «Και φαγητό πού βρίσκετε;», τον ρωτάω. «Εσείς δεν θα με καταλάβετε», κάνει χαμογελώντας, «αλλά το φαγητό δεν είναι πρόβλημα. Αν μπορείς να περπατάς, στην Αθήνα βρίσκεις φαγητό».
Ο Γιάννης εξηγεί πως υπάρχουν πάντοτε διαθέσιμα συσσίτια για τους άστεγους. Τουλάχιστον 1.500 μερίδες φαγητού μοιράζει κάθε μέρα μόνο το Ιδρυμα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, που κάνει διανομή το μεσημέρι στις 12.00 και το απόγευμα στις 17.00 στην οδό Σοφοκλέους.
Στο ίδιο μέρος διανέμει τα μεσημέρια φαγητό και η Εκκλησία, ενώ υπάρχουν και συσσίτια στις περισσότερες ενορίες της Αθήνας. Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι το φαγητό. «Το σπίτι είναι το πρόβλημα», λέει ο Γιάννης. «Αυτό μάλιστα, είναι πρόβλημα αληθινό».
Τον πρώτο καιρό, ο Τάκης ρώτησε στον Δήμο μήπως πάει να ζήσει σε κάποια απ’ τις εστίες τους. Στο ξενοδοχείο των αστέγων στην οδό Χαλκοκονδύλη αυτή τη στιγμή μένουν 103 άτομα, και υπάρχουν κενά δωμάτια για άλλους 30 άστεγους. Μερικούς δρόμους πιο κάτω, στην Πατησίων, υπάρχει και η εστία που φιλοξενεί 25 πιο ηλικιωμένους άστεγους, και χωρά άλλους 20.
Ομως ο Τάκης δεν πήγε τελικά σε κανένα απ’ τα δύο. «Επρεπε να κλείνεσαι μέσα από νωρίς το βράδυ, να ζητάς άδεια για τα πάντα, να ζεις σα γέρος ή σαν παιδί». Εκείνος δεν είχε συνηθίσει έτσι. «Ο άστεγος», λέει, «είναι ελεύθερο πλάσμα. Κι αν δεν ήταν πριν, τον ελευθερώνει ο δρόμος». Πετάει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο στο Γιάννη. «Κι έτσι, κολλήσαμε εδώ», λέει.
Η περίπτωσή του δεν είναι απ’ τις σπάνιες. Η Ελένη Κατσούλη, η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ, εξηγεί πως για να μείνει στο ξενοδοχείο ένα βράδυ κάποιος χρειάζεται να δείξει μόνο την ταυτότητά του. Αλλά για πιο μακροχρόνια διαμονή, πρέπει να δεχτεί να κάνει εξετάσεις για λοιμώδη νοσήματα, να μην έχει βαρύ ψυχιατρικό ιστορικό, ούτε και μεγάλο ποινικό μητρώο. Κι έτσι, οι πιο πολλοί άστεγοι τελικά επιστρέφουν στον δρόμο.
Τα κλιμάκια του Δήμου προσπαθούν να δίνουν βοήθεια εκεί: κάθε φορά που ο καιρός αγριεύει ένα ειδικό βανάκι μ’ έναν γιατρό κι έναν κοινωνικό λειτουργό μοιράζουν κουβέρτες και βοηθούν τους άστεγους να βγάλουν τη νύχτα ασφαλείς. «Εχουμε αποφασίσει εφέτος να βγαίνουμε ακόμα κι αν δεν έχει τόσο κρύο που να δώσει σήμα η Νομαρχία.
Ακόμα κι αν έχει 6 ή 7 βαθμούς θερμοκρασία, θα κατεβαίνει κλιμάκιο στον δρόμο», λέει η κ. Κατσούλη. «Με ζεστά ροφήματα, φαγητό, κουβέρτες, ρούχα... Πέρυσι ένας χορηγός έδωσε γάντια και σκούφους για το κρύο. Ηταν σημαντικό αυτό».
Η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ λέει πως εν όψει των γιορτών, οι υπηρεσίες του Δήμου είχαν ετοιμαστεί και καθ’ όλη τη διάρκεια θα υπάρχουν χώροι με θέρμανση που θα υποδέχονται όποιον θέλει να περάσει εκεί τη νύχτα, «αν και οι περισσότεροι αρνούνται να αφήσουν τη θέση τους στον δρόμο», όπως λέει. «Πέρυσι έβγαινα εγώ η ίδια με το κλιμάκιο, τους παρακαλούσα. “Ελα μαζί μας, να ζεσταθείς, Γιατί δεν πας;”. Αλλά κανείς σχεδόν δεν ήθελε».
Ο Τάκης, που του το λέω την επομένη, δεν το βρίσκει καθόλου παράξενο. «Ε, βέβαια, ποιος να πάει εκεί; Θα χάσεις την καβάτζα σου στον δρόμο, επειδή έπιασε μια νύχτα κρύο;». Μια καλή γωνία σε μια προστατευμένη στοά, είναι «πολύτιμη». Και μοιάζει «φοβερά εύκολο» αν φύγεις να στην πάρει κάποιος άλλος. Αν και, όπως λέει ο Τάκης, «όχι τόσο εύκολο όσο είναι να σου πάρουν οι τράπεζες το σπίτι που μένεις».
Κανείς δεν θέλει να λέει ιστορίες
Ο Δημήτρης λέει πως απ’ την κρίση και μετά «έχει αλλάξει η έννοια της λέξης άστεγος. Δεν είναι ο παραβατικός, ο τοξικομανής, ο ψυχικά ασθενής». Κανονικά, τέτοιες δηλώσεις σε ρεπορτάζ σαν κι αυτό τις κάνουν οι ειδικοί – οι ψυχολόγοι, ή οι υπεύθυνοι του Δήμου. Ο Δημήτρης όμως, είναι ένας άνδρας που κοιμάται τα βράδια κάτω απ’ τη γέφυρα της Πέτρου Ράλλη. «Τώρα άστεγος είναι αυτός που ήταν πρώτα νοικοκύρης», λέει.
Ο Δημήτρης είναι και τώρα νοικοκύρης. Απλώς, έχει ένα σπίτι χωρίς τοίχους. Η κολώνα που γράφει «ΠΑΟ – ΡΟΥΦ», είναι το προσκεφάλι το δικό του και της Μαριλένας. Το κρεβάτι τους το ορίζει το κάγκελο του δήμου που χωρίζει τον δρόμο απ’ το παρτέρι. Aπέναντι, είναι η τραπεζαρία.
Ο Δημήτρης δείχνει το τραπέζι και τις μισοδιαλυμένες καρέκλες γύρω του και γελάει: «αυτό είναι το δικό μας καθιστικό», λέει. Στην πραγματικότητα, το μόνο «δικό τους» είναι μερικά μαξιλάρια, μια πορτοκαλί κουβέρτα, και δύο γάτες, που μαζεύονται στις κουβέρτες τους για να ζεσταθούν. Σήμερα μπορεί να μην έχουν φαγητό να τους δώσουν, πάντα όμως έχουν χάδια. Κι αυτό, είναι πιο πολύ απ’ ό,τι έδωσαν οι άλλοι άνθρωποι σ’ αυτούς.
«Τι να σου λέω...». Κανείς απ’ τους ανθρώπους στον καταυλισμό της γέφυρας δεν θέλει να λέει ιστορίες. Ούτε ποιος ήταν πριν, ούτε πού δούλευε, ούτε τι πήγε στραβά. «Τώρα τι κάνουμε». Ενας κύριος ζει τόσο καιρό στο αυτοκίνητό του, που έχει μέσα πεταμένες εφημερίδες του καλοκαιριού. «Στο πορτ μπαγκάζ έχω ένα καθαρό κουστούμι», απολογείται. «Μην τυχόν με φωνάξει κανένας για δουλειά».
Αλλά δεν είναι εύκολο να ξεκολλήσεις από εδώ. Η Μαριλένα, η φίλη του Δημήτρη, λέει πως το ίδιο το σύστημα σε κρατάει στον δρόμο. «Πώς θα υποβάλω δήλωση εγώ;», κάνει. «Το σύστημα, το taxis, δεν δέχεται τη λέξη “άστεγος”. Ζητάει διεύθυνση. Ορίστε λοιπόν: Γράφεις “Πέτρου Ράλλη, κάτω απ’ τη γέφυρα”. Και μετά, πρέπει να πεις αν είναι το σπίτι ιδιόκτητο, ή με νοίκι».
Αυτά τα πράγματα οι άστεγοι της Αθήνας πριν την κρίση δεν τα σκέφτονταν ποτέ. Αλλά από τότε, όλα άλλαξαν. «Οταν τους δώσαμε πέρυσι ερωτηματολόγια να απαντήσουν, δεν περιμέναμε πως θα έχουν οι άστεγοι τέτοια συγκρότηση», λέει η πρόεδρος του ΚΥΑΔΑ Ελένη Κατσούλη. Ομως οι νέοι άστεγοι δεν είναι αναγκαστικά ψυχικά ασθενείς, ή ναρκομανείς. Ετσι τουλάχιστον λέει η τελευταία μελέτη του Ιδρύματος Αστέγων: το 73% είναι στην πιο παραγωγική τους ηλικία, από 26 ώς 55 χρόνων.
Και σύμφωνα με έρευνα της «Κλίμακας», 1 στους 5 άστεγους της Αθήνας έχει ανώτερο ή ανώτατο μορφωτικό επίπεδο, ενώ σχεδόν οι μισοί (40%) έχουν τελειώσει τουλάχιστον το λύκειο. Στο ΚΥΑΔΑ υπολογίζουν πως οι άστεγοι της Αθήνας είναι περίπου 1.100 άτομα, κι αν αυτός ο αριθμός μοιάζει από πέρυσι ώς φέτος να μένει σταθερός, εκείνος που αυξάνεται είναι ο πληθυσμός των υποψήφιων αστέγων.
«Εχουμε αύξηση των περιπτώσεων επισφαλούς κατοικίας», λέει η κ. Κατσούλη. «Πολλές εξώσεις, πολλά σπίτια χωρίς καθόλου εισόδημα, χωρίς ρεύμα». Μόνο στην Αθήνα υπάρχουν 13.000 άνθρωποι που έχουν ζητήσει βοήθεια απ’ τον δήμο γιατί αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης.
Οπως ο Στράτος. Παντρεμένος με μια Γερμανίδα απ’ τα 20, οδηγός ταξί απ’ τα 23, άστεγος από πέρυσι. Είχε πάρει δάνειο για ν’ αγοράσει δικό του αμάξι, ήρθε η κρίση και του πήρε «το αμάξι, το σπίτι και τη γυναίκα».
Τώρα λέει πως σκέφτεται να ζητήσει δουλειά στη «Σχεδία» - είναι το περιοδικό που πωλούν οι άστεγοι προς 3 ευρώ. «Ζεις μ’ αυτά τα χρήματα», λέει ο Στράτος, και μετά μιλάει για τις «Αόρατες Διαδρομές», «την ξενάγηση στην πόλη που κάνουν τα Σάββατα». Ενας άστεγος σε πάει σ’ όλα τα μέρη που έχουν γι’ αυτόν σημασία.
Δεν δυσκολεύεται όταν τον ρωτάω πού θα πήγαινε τους ανθρώπους αν ήταν οδηγός στις «Αόρατες Διαδρομές». «Στο παλιό μου σπίτι», απαντά. «Θησείο, οδός Αγήνορος. Θα τους μιλούσα για τη μέρα που γύρισα και βρήκα τις κλειδαριές αλλαγμένες. Και για τον γείτονά μου. Που του χτύπησα το κουδούνι και μου είπε απ’ το θυροτηλέφωνο «συγγνώμη φίλε, δεν μπορώ να σου ανοίξω. Αφού δεν μένεις πια εδώ. Με καταλαβαίνεις, έτσι;».
Το συσσίτιο της οδού Σοφοκλέους
Τα μεσημέρια στην οδό Σοφοκλέους οι 9 στους 10 ανθρώπους που έρχονται για το συσσίτιο είναι Ελληνες. Οταν πια μοιραστούν οι μερίδες, ακούς να συζητούν και νιώθεις σαν σε κανονικό εστιατόριο.
Το Ιδρυμα Αστέγων που φροντίζει για το φαγητό, συντονίζει και τις δράσεις άλλων φορέων όπως ο ΟΚΑΝΑ, ή το ΚΕΘΕΑ, όταν απευθύνονται σε άστεγους. Κι έτσι, πέρα απ’ τα συσσίτια, υπάρχουν τα ξενοδοχεία των αστέγων, η έκτακτη βοήθεια στον δρόμο, και το Κοινωνικό Φαρμακείο στη Βαρβάκειο.
Παράλληλα, βοήθεια στους άστεγους προσφέρουν και πολλές ακόμα οργανώσεις όπως οι Γιατροί του Κόσμου, αλλά και μερικοί εξειδικευμένοι φορείς, όπως η «Κλίμακα» που στο «κέντρο ημέρας» της εξυπηρετεί τουλάχιστον 350 ανθρώπους την εβδομάδα.
Οι άστεγοι εκεί μπορούν να ζητήσουν βοήθεια για οτιδήποτε: από το να βρουν έναν δικηγόρο να λύσει τα νομικά τους θέματα, ή να δουν έναν γιατρό για τους μικροτραυματισμούς που μπορεί να έπαθαν στον δρόμο, μέχρι το απλούστερο: να κάνουν ένα μπάνιο να ξυριστούν και να πλύνουν τα ρούχα τους. Πέρα απ’ αυτά, όμως, το κράτος, δεν έχει και πολλούς τρόπους να βοηθήσει τους πιο στερημένους πολίτες του να ξεκινήσουν τη ζωή τους ξανά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου