Οπτικοακουστική γροθιά για τη Γέφυρα Πλάκας


Απροσδόκητα πολύ μεγάλος ήταν ο αριθμός των θεατών, όπου χθες βράδυ κατέκλυσε κυριολεκτικά την αίθουσα του «Σκουφά», για να παρακολουθήσει το νέο ντοκιμαντέρ του Β. Γκανιάτσα με τίτλο «Γέφυρα Πλάκας».




Με ανάμικτα αισθήματα, τα περισσότερα να εκφράζουν την απογοήτευση και τον θυμό για την όλη ιστορία και όπως αυτή εξελίχθηκε για τη γέφυρας Πλάκας, οι θεατές έδιναν τα συγχαρητήριά τους για το εμπνευσμένο αυτό ντοκιμαντέρ.

Έτσι, με θερμά χειροκροτήματα υποδέχθηκαν το τέλος της προβολής, επιβραβεύοντας με το καλύτερο τρόπο τον δημιουργό της ταινίας για την άρτια ιστορική και όχι μόνο δομή, της νέας του δουλειάς.

Μιας δουλειάς η οποία χαρακτηρίσθηκε, τεχνικά ως η αρτιότερη, γιατί ο δημιουργός «έπαιξε», τόσο με την ιστορία, όσο και την εικόνα, συνθέτοντας μια πραγματικότητα, η οποία σίγουρα θα αποτελέσει παρακαταθήκη, τουλάχιστον για τις επόμενες γενιές.

Τονίσαμε ότι δυνατά στοιχεία της ταινίας ήταν η πλούσια ιστορική καταγραφή και η εικόνα. Όμως, ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο ήταν η μουσική επένδυση, η οποία ξέφευγε από τα συνηθισμένα και αποτελεί το τρίτο συνθετικό της αρτιότητας αυτού του ντοκιμαντέρ, το οποίο αποτελεί -χωρίς υπερβολή- μια οπτικοακουστική γροθιά προς κάθε κατεύθυνση.

Κλείνοντας τη σημερινή μικρή ανάρτηση – αναφορά, θα επικεντρωθούμε στον φιλόλογο κ. Βασίλειο Τάτση, ο οποίος με γλαφυρότητα προλόγισε την προβολή του ντοκιμαντέρ και πραγματικά δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση.

Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Τάτση έχει ως ακολούθως: 

Σεβασμιότατε, κυρίες και κύριοι, Ο τόπος μας στο χρόνο είναι ένα ταξίδι αιώνων «με φως και με θάνατον ακαταπαύστως».


Ο Μουσικοφιλολογικός σύλλογος «Σκουφάς» μεταλαμπαδεύει αυτό το φως από γενιά σε γενιά για 120 ολόκληρα χρόνια, με την ευθύνη εκείνων των μεγάλων μορφών που τον ίδρυσαν , τον υπηρέτησαν με σοβαρότητα και τον υπηρετούν μέχρι σήμερα έργω τε και λόγω.

Είμαστε, λοιπόν, ευτυχείς που η παρουσίαση «το γεφύρι της Πλάκας» που γίνεται για πρώτη φορά απόψε από το δημιουργό Βασίλη Γκανιάτσα, εντάσσεται στις εκδηλώσεις που τιμούν την πολύχρονη προσφορά ποιότητας και αριστείας του «Σκουφά», ενός από τους πιο ιστορικούς συλλόγους της Πατρίδας μας. κυρίες και κύριοι,

Ο τόπος μας στο χρόνο και στο χώρο είναι ξεριζωμοί, ξενιτιές κι απαντοχές. Στους ξενιτεμούς του παρελθόντος, όσο πικροί κι αν ήταν αυτοί στα μονοπάτια της τραχιάς γης και των απρόβλεπτων ποταμών, πυργώνονταν πάντα ένα γεφύρι για το νόστο που ήταν όνειρο ζωής, μα και στην καρδιά στήνονταν ένα γεφύρι ως ανάχωμα στο ανθρωποφθόρο αίσθημα της λησμονιάς και της ήττας.

Ένα τέτοιο γεφύρι, που για μας εξακολουθεί να είναι εντός ψυχής, για κάποιους άλλους όμως εκτός εποχής, ήταν το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας, μέχρι που τα θυμωμένα νερά του θεοπρόσωπου Αράχθου την 1η Φεβρουαρίου πέρυσι, ξέσπασαν άδικα τη νέμεση πάνω στις βαθιές πληγές του που άνοιξαν, εγκαταλείποντάς το, όσοι δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν, αλλοτριωμένοι από μια αναλώσιμη νοοτροπία που ευτελίζει τους πάντες και τα πάντα.

Όμως, ο ποιητής της εικόνας Βασίλης Γκανιάτσας, ξαναστήνει απόψε με μεράκι τις γκρεμισμένες πέτρες του , αναβιώνει την ιστορία του, αποκαλύπτει τα σοφά του μυστικά τα φυλαγμένα για χρόνια στο κουρασάνι και στις λεπτοπελεκημένες πέτρες των πιο ξακουστών κιοπρουλήδων, ανασυνθέτει τον κόσμο μας που γκρεμίζεται καθημερινά και διαλύεται, κι εμπλουτίζει το θησαυροφυλάκιο των εμπειριών μας μ’ αυτό που οι ερευνητές και οι μύστες αποκαλούν εικόνες μιας βαθύτερης πατρίδας.

Ο Βασίλης αντιστέκεται με Τέχνη στο ανθρωποφθόρο αίσθημα της φθοράς και της ήττας και φιλοτεχνώντας το δικό του γεφύρι που σα λίθινη μονότοξη τροχιά, ανοίγεται με πλαστικότητα, χάρη και αρχοντιά στον περήφανο Τζουμερκιώτικο ουρανό για να γεφυρώσει το ρήγμα που άνοιξαν οι νέοι καιροί – τα τελευταία σαράντα μόλις χρόνια - στην αδιατάρακτη για αιώνες πολιτιστική μας συνέχεια.

Γιατί τα έργα της Τέχνης δεν απευθύνονται μόνο στο βιωμένο χρόνο, αλλά λειτουργούν και ως υπόσχεση για το μέλλον, όπως άλλωστε η ζωή που εξακολουθεί να κυλάει εκεί που σε βαθιά φαράγγια και σ’ αετόμορφα βουνά τα μετανιωμένα νερά σήμερα τρέχουν κι αστράφτουν πάνω στις πέτρες και στο φως, μοιρολογώντας τη μπαλάντα του πεσμένου γεφυριού, εκεί που ένας επίμονος κινηματογραφιστής αναζητεί την κρυμμένη φωνή του και την αλήθεια φτιάχνοντας νωπογραφίες μ’ ενότητα βάθους, εκεί όπου συνυπάρχουν τοπία και μνήμες, θρύλοι, στοιχειά και λόγια σαν κι αυτά του ηπειρώτη συγγραφέα Μάνθου Σκαργιώτη που ‘ ναι και καταδικά μας της ψυχής μας λόγια: «Αν ήξερα την τελευταία φορά που σε είδα, δεν θα ‘μουν ένας απλός περιπατητής. Δεν θα σάστιζα με τις μεγάλες βουτιές που έκαναν τα γύρω βουνά στους κόρφους της ακροποταμιάς.

Αν ήξερα την τελευταία φορά, δεν θα με μάγευαν οι κουτσουπιές που κατηφόριζαν σαν τις παλιές κοπέλες, που έπαιρναν νερό για να ξανανθίσουν την άλλη άνοιξη. Δεν θα μελαγχολούσα με τα χέρσα χωράφια, τα ρημαγμένα σπίτια και τους γκρεμούς που σε συντρόφευαν. Όχι, όχι, δεν θα καμάρωνα την καμάρα σου και τη χυτή ομορφιά σου. Αν ήξερα την τελευταία φορά που σε είδα θα ξέκοβα από τον ίσκιο μου και θα γινόμουν άλλος.

Το ξυπόλητο λιανόπαιδο του ’60 θα ‘μουνα που ζυγιαζόταν σαν αιτός στο πιο ψηλό λιθάρι σου, ο δρομοκόπος με το ραβδί και τον τορβά, ο λιγοζώητος αγωγιάτης, θα ‘μουνα, ο προβατάρης με τα διαβατάρικα των Τζουμέρκων, ο ταξιδιώτης με το διπλωμένο στρώμα στην πλάτη, το άστρο θα ‘μουνα που σου ‘γνεφε τις νύχτες.

Κι από το ταβάνι του ουρανού θα κατέβαινα σκαλί σκαλί την ιστορία σου, χρόνο το χρόνο. Εδώ τα φυσεκλίκια του Άρη και του Ζέρβα, εκεί οι ντροπιασμένοι δυναμίτες των Γερμανών , ο ρόγχος του σκοτωμένου παραπέρα, το άγριο βλέμμα του τελώνη πίσω από τον πάγκο.

Κι ολοένα θα κατέβαινα, 1913, 1881, 1886, κι ακροπατώντας θα ‘φτανα ως τα θέμελά σου να φιλήσω τρυφερά τα υγρά χείλη της μονολιθιώτισσας γυναίκας που αγκάλιαζε πέντε γενιές τα πόδια σου! Κι όταν θα επέστρεφα στο σώμα μου, θα ‘στηνα αυτί ν’ ακούσω τη σοφή φωνή σου.

Ξέρω πως θα ‘χες τόσα να μου πεις. Όσα θα ‘λεγε ένας ήμερος γίγαντας που δεν έμαθε να ζητάει τίποτα ποτέ. Ή ένας γέρος που τον εγκατέλειψαν τα παιδιά του κι αυτός τρέμει, τρέμει μην τα κακολογήσει ο κόσμος! Αν ήξερα την τελευταία φορά, θα πήγαινα στην Παναγία της γειτονιάς σου και θα της έλεγα να ‘χει το νου της. Κι ύστερα, θα γινόμουν εφιάλτης στον ύπνο των αρμοδίων!

ΣΗΜ

Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε η απονομή των «Αγραφιώτειων» βραβείων και επίδοση των «Μπαρμπαστάθειων» μαθητικών βραβείων. Επίσης συμμετείχε η χορωδία του ΣΚΟΥΦΑ. Τίτλος της εκδήλωσης ήταν: «Άρτα: Ο τόπος μας στο χρόνο» και ήταν αφιερωμένη στη Γέφυρα Πλάκας.

 Φωτογραφίες Δημήτρης Παπαρούνης


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ