Παρουσίαση βιβλίου του αρτινού ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΟΥΤΑ


Του Χαράλαμπου Γαλιάνδρα Αρτινού
Φωτογραφίες: Κώστας Μπατσής

Δεν είναι καθόλου τυχαίος ή υπερβολικός ο τίτλος της παρούσης βιβλιοπαρουσίασης. Πηγάζει μέσα από τη σκληρή, αδυσώπητη πραγματικότητα που έζησαν εκατοντάδες ελληνόπουλα που οδηγήθηκαν από τις κοινωνικές ανάγκες μιας δύσκολης εποχής στις δεκάδες παιδοπόλεις που λειτούργησαν τότε ανά την επικράτεια.

Πηγάζει επίσης μέσα από τις φρεσκοτυπωμένες σελίδες του νέου, συγκλονιστικού μυθιστορήματος του καταξιωμένου Αρτινού συγγραφέα Βαγγέλη Κούτα, που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο των μεγάλων επιτυχιών «Ψυχογιός».

Πηγάζει βεβαίως και από την επισήμανση που έγινε, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του συγκεκριμένου πονήματος, από τον καλό συνάδελφο, συμπατριώτη, συγγραφέα και διευθυντή της εφημερίδας «Η Βραδυνή» Γιώργο Παπασωτηρίου.

Ο οποίος κατά τη διάρκεια της μεστής, εμπεριστατωμένης και διεισδυτικής ανάλυσης-παρουσίασης του μυθιστορήματος είπε πως η σωματική και ψυχική κακοποίηση ενός μικρού παιδιού στο χώρο που πραγματοποιήθηκε, ενός χώρου που υποτίθεται πως παρείχε άσυλο, ασφάλεια, μάθηση και ικανοποιητική διαβίωση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως βιασμός στον παράδεισο.

Γιατί μικροί παράδεισοι θα έπρεπε να ήταν οι παιδοπόλεις και όχι κολαστήρια, όπου διαφέντευαν κάθε είδους αποβράσματα της κοινωνίας.

«Βιασμός στον παράδεισο» θα ήταν ίσως ο καλύτερος τίτλος. Δεν είναι όμως, και πολύ σωστά, αφού ο συγγραφέας δεν στάθηκε πάνω από το αποτρόπαιο γεγονός. Κι έκανε καλά αφού βιασμούς, κακοποιήσεις, απάνθρωπους σωφρονισμούς, ακόμα και δολοφονίες που πραγματοποιήθηκαν σε «χώρους ιερούς», έχουν γραφεί πάρα πολλά. Όπως πολλά γράφτηκαν και για τον αισχρό ρόλο που έπαιξαν πολιτικοί και πολιτική της εποχής εκείνης, Εκκλησία, διευθυντές, παιδαγωγοί και ψυχολόγοι «ασελγώντας» παντοιοτρόπως στα άμοιρα σώματα και τις αγνές ψυχές εκατοντάδων παιδιών.

Τα περισσότερα απογαλακτισθέντα βιαίως από τις αγκαλιές των μανάδων τους, των φυλακισμένων και εκτοπισθέντων γονιών τους. Των δολοφονημένων ή εκπατρισθέντων από τους «νικητές» του εμφύλιου σπαραγμού. Παιδιά τα οποία ποτέ δεν γύρισαν και δεν γνώρισαν τους δικούς τους και τα μέρη τους, επειδή αρκετά πουλήθηκαν σε πλούσιους άκληρους «θετούς» γονείς απανταχού της γης και ιδιαίτερα σε αμερικανούς.

Πολλά από τα οποία όχι μόνο δεν ευτύχησαν κοντά τους, αλλά έγιναν και αντικείμενα εκμετάλλευσης, καταναγκασμού, εκπόρνευσης, όπως και οι πολύφερνες νύφες που καραβιές-καραβιές έφταναν στη «χώρα του παραδείσου», που όμως δεν ήταν παρά μια επίγεια κόλαση.
Το υπέροχο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Κούτα δεν ακολουθεί την πεπατημένη παρόμοιων περιστάσεων και γραφών.

Στέκεται πέραν από πολιτικές και κοινωνικές ανισότητες, αντεκδικήσεις, κατηγορίες, φανατισμούς. Αν και υπεράνω όλων κατορθώνει και μπαίνει βαθιά μέσα στην ψυχή και το μυαλό του ήρωα του πότε ως αφηγητής, πότε ως παρατηρητής, πότε ως εξομολογητής και το σπουδαιότερο ως έμπειρος ψυχολόγος. Και κατορθώνει περίφημα να δείξει παραστατικότατα όλες τις πτυχές της πολυτάραχης ζωής και τις εμπειρίες του ήρωά του.

Τόσο καλά όπως δεν το κατάφεραν όλοι όσοι ασχολήθηκαν μαζί του για να τον «γιατρέψουν». Και πώς να το καταφέρουν αφού οι περισσότεροι εξ αυτών ζούσαν στον κόσμο τους και έβλεπαν αφ΄υψηλού ή έστω στερεότυπα επιστημονικά τον κάθε προβληματισμένο και προβληματικό χαρακτήρα που έχρηζε βοήθειας. Για να υπενθυμίσω το καθιερωμένο στην περίπτωση πως αρκετοί απ΄αυτούς είναι οι πρώτοι που χρειάζονται γιατρό.

Ευαίσθητος και ρομαντικός, ερωτευμένος με τους ανθρώπους και τη φύση, ιδιαίτερα του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε και δεσμεύτηκε εφ΄όρου ζωής μαζί του, ο συγγραφέας μας δίνει ένα σπουδαίο πόνημα, ένα ψυχογράφημα με γλώσσα στρωτή και αφηγηματική δεινότητα που παραπέμπει και θυμίζει ιστορίες, περιγραφές και εικόνες που μας κληροδότησαν γίγαντες της παγκόσμιας μυθιστορηματικής γραφής, όπως ο δικός μας Καρκαβίτσας (Λόγια της πλώρης) και ο αλλοεθνής Χεμινγουέη (Ο γέρος και η θάλασσα).

Ολοζώντανες εικόνες όπως της έζησαν από τα μικράτα τους τόσο ο συγγραφέας όσο και ο ήρωάς του. Που βίωσε αξέχαστες περιπέτειες κοντά στον φωτοδότη οδηγό των πλοίων, στον απομακρυσμένο φάρο όπου γεννήθηκε ο μικρός πρωταγωνιστής, πρωταγνάντεψε τη γαλήνια θάλασσα, ένιωσε την ορμή της να ξεσπάει σε βράχια και αμμουδερές ακτές, γεύτηκε την αλμύρα της, απόλαυσε τη δροσιά της και κοντά της έπαιξε ατέλειωτες ώρες και ημέρες κατά τα πρώτα χρόνια της αθώας και ανέμελης ζωής του, πριν τα οικογενειακά και κοινωνικά μολυβένια σύννεφα πέσουν βαριά πάνω του.

Τα οποία όμως δεν άργησαν να φανούν, μαζί με τα δύσκολα, Αυτά που ξεκινούν από το μίσος και την κακία των ανθρώπων, τις αγάπες και τους παράνομους έρωτες, την απελπισία, την κακομοιριά, τη σκλαβιά του χώρου, της οικογένειας, της ζωής. Την ασχήμια της ψυχής και του σώματος. Την αδυσώπητη μικροκοινωνία της επαρχίας, την καθημερινή προσβολή, την ταπείνωση. Όλα αυτά που μπορεί ν΄αντέχουν, να υπομένουν και να πληρώνουν οι μεγαλύτεροι, θέλοντας και μη, αλλά που δεν μπορούν να βαστάξουν οι αθώες παιδικές ψυχές.

Όπως δεν μπορούν να βαστάξουν τον αναγκαστικό εγκλεισμό, το βίαιο απογαλακτισμό από την οικογένεια, τη «στρατιωτική ζωή» των ιδρυμάτων, το βιασμό της ψυχής και του σώματος. Πληγές βαθιές, πληγές αγιάτρευτες που σημαδεύουν και συνοδεύουν σε κάθε τους βήμα όλους τους λαβωμένους. Χαραγμένες βαθιά στη μνήμη έρχονται σε ύπνο και ξύπνιο να ταράξουν κάθε σκέψη, κίνηση, πράξη. Πληγές που όσο κι αν θέλεις να ξεχάσεις, αυτές παραμένουν άρρηκτα δεμένες μαζί σου.
Αυτές τις τραγικές επιπτώσεις περιγράφει και ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του ψυχαναλύοντας με ευαισθησία, συμπάθεια και ενδιαφέρον τον ήρωά του. Και μας αποκαλύπτει τους προβληματισμούς, τις ενδόμυχες σκέψεις, τις επιθυμίες, τις φοβίες και τις χαρές του. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος σκληρότητας στη γραφή, αλλά μόνο σε ορισμένες πράξεις που βίωσε.

Και μας δίνει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, σκληρό στην πραγματικότητα, αλλά δοσμένο με πολύ ευαισθησία, σεβασμό, αγάπη, γλαφυρότητα. Γιατί στόχος του συγγραφέα είναι, και τον πετυχαίνει περίτρανα, να καταδείξει όλα όσα συνοδεύουν παρόμοιες καταστάσεις στον μετέπειτα χρόνο. Και μας τα δείχνει στο πρώτο μέρος του βιβλίου με την εκπληκτική αφηγηματική δεινότητα που διαθέτει, όταν ο ήρωας του είναι παιδί και στο δεύτερο μέρος βάζοντας τον ήρωα του στη θέση του σε μια παρορμητική εξομολόγηση.

Κάτι που γίνεται αφορμή εκεί που ζούσε στο απόλυτο σκοτάδι να δει επιτέλους μια χαραμάδα φως. Ήταν η ηλιαχτίδα που αντανακλούσε η αγάπη, που τελικά ένιωσε να τον αγγίζει, στα πρόσωπα δύο ανθρώπων που στάθηκαν με ανιδιοτελή φιλία και στοργή δίπλα του. Και ήταν τόσο δυνατή η ηλιαχτίδα που γέμισε με δάκρυα το πρόσωπό του και την καρδιά του με ελπίδα.

Για το περιεχόμενο, τη σύλληψη, τη γραφή, την απόδοση και το αποτέλεσμα του βιβλίου μίλησαν διεξοδικά κατά την παρουσίασή του, που έγινε στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» της Αθήνας, οι συγγραφείς Σωτήρης Δημητρίου, Γιώργος Παπασωτηρίου και Γιώργος Σταματόπουλος. Αποσπάσματα του μυθιστορήματος ανέγνωσε η ηθοποιός Ελευθερία Γεροφωκά.

Ακολούθησε διάλογος με παρατηρήσεις και κριτική από παρευρισκόμενους. Έλαβαν μέρος εκφράζοντας τις απόψεις τους επί του περιεχομένου οι συγγραφείς Βασίλης Γκουρογιάννης και Βάντα Κουτσοκώστα, καθώς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Βότσης. Τον τελευταίο λόγο είχε ο συγγραφέας Βαγγέλης Κούτας, ο οποίος με συγκίνηση αλλά και αστείρευτο χιούμορ ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους για την υποδοχή που επιφύλαξαν στον ίδιο και το νέο βιβλίο του και κατέστησε σαφές για άλλη μια φορά πως παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένος με τη γενέθλια γη, τη Βίγλα Άρτας.

Αγαπητέ Βαγγέλη σε ευχαριστούμε όχι μόνο για το υπέροχο μυθιστόρημά σου που μας έδωσες, αλλά και γιατί αποδεικνύεις, μαζί με μια άλλη σειρά συμπατριωτών μας, πως το συγγραφικό πνεύμα ανθίζει και καρπίζει πλέον και στον κάμπο και όχι μόνο στα ψηλά βουνά και κάνει περήφανους όλους εμάς που προερχόμαστε απ΄αυτόν. Καλοτάξιδο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ