Το Μελισσουργιώτικο Διπλοκάγκελο ως σύμβολο αδελφότητας και αγάπης


- Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Σπ. Ρίζου, στην αυλή του Πολιτιστικού Συλλόγου «Μακρυγιάννης», την Πέμπτη 31 Μαίου 2018 

Γράφει ο φιλόλογος Βασίλης Τάτσης 

Αυτή την όμορφη βραδιά, με τις τελευταίες αναπνοές της άνοιξης, θ’ ανεβούμε μαζί ψηλά στους Μελισσουργούς, κατάκορφα των Τζουμέρκων και στις θωριές των άστρων, εκεί που πεταρίζει ο νους με το βιβλίο «Το Διπλοκάγκελο» του Ανδρέα Σπυρίδωνος Ρίζου,... 



...που εκδόθηκε με τη συνεργασία της αδελφότητας «Ο Άγιος Νικόλαος» και τη συνδρομή των Λαλητάδων, ενός μουσικού σχήματος που διακρίνεται για το σεβασμό, την επίγνωση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του στα μουσικά δρώμενα του τόπου μας.

Το Διπλοκάγκελο είναι ένα βιβλίο στις σελίδες του οποίου χτυπάει η καρδιά των Μελισσουργών, δυνατά όπως παλιά. Χτυπάει, επίσης, με αδελφοσύνη και αγάπη η καρδιά του συμμαθητή μου Ανδρέα, όπως την άκουγα να χτυπάει στο μπροστινό ή στο ίδιο θρανίο για έξι χρόνια στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Άρτας.

Τότε που ένα αδύνατο και μελαγχολικό παιδί υποστήριζε με σταθερότητα, χωρίς να παρασύρεται από τις ποπ μόδες της εποχής, πως το δημοτικό μας τραγούδι και ο λαικός μας πολιτισμός είναι οι ρίζες μας και η ταυτότητά μας.

Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόσο συγκινημένος νιώθω απόψε που μέσα από του κύκλου τα γυρίσματα της ζωής ανταμώνουμε με αφορμή το βιβλίο του, ένα βιβλίο που μεταδίδει το ένδον ζωοποιόν, από εκεί όπου κάθε δεκαπενταύγουστο οι Μελισσουργιώτες στήνουν τα ανταμώματά τους με βήματα αργά και βαριά – όπως χτυπάει στις φλέβες το τραγούδι και ο αιώνιος παλμός της γης, και συνεορτάζουν με σφιχτοδεμένα χέρια, και με ακριβά λόγια, λόγια ζωής και αλήθειας που έσωσε ο καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων.

 «Στο πανηγύρ’ ολοι έμπαιναν στο χορό, φτωχοί και πλούσιοι, γυναίκες και άντρες, μικροί και τρανοί και τα παιδιά στον πάτο έμπαιναν στο χορό», γράφει στις ανέκδοτες σημειώσεις του ο Χριστόφορος Κοντοχρήστος. « Και λυπημέν’ ακόμα.

Έπαυαν τα βιολιά και με τς γερόντς μπροστά, με το στόμα πρώτα οι προεστοί κι άειντε ύστερα όλος ο άλλος χορός παρακάτω. Κι ένα βήμα – το του διπλοκάγκελου, το πάηναν τρία βήματα σα μπρος κι ένα πίσω, δίχως μαντήλια, αλλά με τα χέρια αγκαλιασμένα και σταυρωμένα για την αγάπη του χωριού, ισιόκορμοι κι ασπροντυμένοι, λες κι άγγελοι το χόρευαν κι νεραιδοί οι άντρες!» Οι μαρτυρίες αυτές μοιάζουν με την τραχιά όψη του ορεινού τζουμερκιώτικου όγκου εκεί όπου ακόμη και η Ομορφιά πονάει.

Μια ομορφιά που δεν επιτρέπει καμιά περιττή πληθωρικότητα, καμιά υπερβολή, καμιά φιγούρα, τόσο στο χορό, όσο και στις λέξεις. Και ταυτόχρονα στον πυρήνα αυτής της Ομορφιάς, όπως άλλωστε και στο τελετουργικό αυτού του κύκλιου και πολυπρόσωπου υπαίθριου χορού «με τα χέρια αγκαλιασμένα και σταυρωμένα για την αγάπη του χωριού», που διπλώνει και ξαναδιπλώνει και χάνεται στους αιώνες με μπαιρακτάρη τη συλλογικότητα και την αδελφοσύνη, οι χορευτές, οι συγχωριανοί, οι ξενιτεμένοι, οι επισκέπτες μετέχουν μιας διαισθητικής φιλοσοφίας που έχει χαθεί, πολύ φοβάμαι, από τα τυπικά δρώμενα στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες της ξενομανίας, της επιδειξιομανίας, της ρηχότητας και της αλλοτρίωσης. Τα θεμέλιά μας είναι στα βουνά.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, και μαζί του ο αναγνώστης, επιστρέφει στο δικό του μαγικό βουνό μέσα από ένα λαικό δρώμενο κι έναν συμβολικό υπαρξιακό δρόμο, με κείμενα και φωτογραφίες, συγχωριανών, συγγενών και φίλων. Ακούει το τρίξιμο της παλιάς πόρτας της μνήμης κι εκείνη τη βαθιά φωνή μέσα του «γοναίοι που μ’ εσπείρετε κι από τα κόκαλά σας, επήρα απ’ το αίμα σας κι από την αναπνιά σας…»

Ανάβει κερί στην Παναγιά. Οδοιπορεί στα λημέρια του Κατσαντώνη, συντροφιά με τα κουδούνια των κοπαδιών και τα πολυφωνικά τραγούδια στο χοροστάσι, εκεί που το χωριό του, οι Μελισσουργοί, γίνεται μια αγκαλιά με το ζεστό το βλέμμα μπροστά του, με τη ζωή να μεταδίνεται χέρι το χέρι, με το καρδιοχτύπι του κοριτσιού δίπλα του, με την πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου του.

Του δικού του τόπου μέσα στον οποίο ξεχύνεται αρτιγέννητο το βλέμμα του την ώρα που οι φίλοι τον καλοδέχονται και το κλαρίνο τον ψάχνει, αναδαυλίζοντας τις χαρές και τις πίκρες του. Τον ακολουθεί βήμα το βήμα στη γειτονιά που μεγάλωσε, και τον καλοπιάνει στην πλατεία και στα κερασμένα τσίπουρα, ώσπου να ανακαλύψει τις πληγές που επιμελώς κρύβει.

Κι αν αιμορραγούν, ανεβαίνει κλίμακα την κλίμακα, λέξη τη λέξη, βράχο το βράχο, πολύ ψηλά σε επίπεδα ελευθερίας για να τις γιάνει, και κατεβαίνει πάλι, σαν τους αετούς που χαμηλώνουν μεταλαμβάνοντας των αχράντων παραπόνων, στις νότες του πνιγμένου λυγμού. Και τα σύννεφα, κατακαλόκαιρο, χαμηλώνουν κι αυτά έτοιμα να διαρραγούν από το φορτίο τους που μάζευαν στάλα στάλα, νότα νότα για τη μεγάλη έξοδο.

Σ’ αυτό το λαικό έθιμο, σ’ αυτό τον πανάρχαιο χορό, σ’ αυτή τη διαδρομή, σ’ αυτή τη ζωή, σ’ αυτό το βιβλίο, συνωστίζονται πολλά, και πολλοί παλιοί αποχαιρετισμοί από ξενιτεμένους στα πέρατα του κόσμου, κι από κείνους τους ξενιτεμένους μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Γιατί τα ορεινά χωριά μας σήμερα συναιρούν στο περήφανο ανάγλυφό τους, ένα παρελθόν που το βάθος του είναι ανάστατο από μνήμες, αλλά κι ένα μοναχικό παρόν, παραδομένο στον πνιγμένο σφαδασμό της απώλειας και της απουσίας.

Πρόσωπα που έφυγαν κι άλλα που μεταμορφώθηκαν, συναισθήματα που πάγωσαν, βλέμματα που πέτρωσαν, ιστορικές κορυφώσεις που ξεχάστηκαν, αποκεντρωμένες προσδοκίες που έμειναν στα χαρτιά, αλλά κι ένα ρίζωμα βαθύ, επιμένει ο συγγραφέας Αντρέας Ρίζος, ένα ρίζωμα πολλαπλό και βαθύ «εκεί όπου φτενό το χώμα για να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη».

Μαζί του επιμένουν κι εκείνοι οι περήφανοι γέροντες που, μόλις τελειώσουν οι χοροί κι οι χαρές και φεύγουν οι άνθρωποι σαν τα φθινοπωρινά τα φύλλα που τα κυνηγάει ο αέρας, μένουν αυτοί μόνοι τους, για να αντιμάχονται εκεί ψηλά στα κορφοβούνια τους χειμώνες και τις θύελλες της λησμονιάς, της αχαριστίας και της ακηδίας που μας επιφύλαξαν και μας επιφυλάσσουν οι νέοι καιροί.

Σ’ αυτούς τους χειμωνιάτες σταυραετούς, θα ‘θελα κλείνοντας να αφιερώσω με όλο μου το σεβασμό το δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί:

Ένας αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης, από την περηφάνια του και από τη λεβεντιά του δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει, μον’ μένει απάνου στα βουνά, ψηλά ψηλά στα κορφοβούνια. Κι έριξε χιόνι στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του. Αγνάντιο βγήκε κι έκατσε σ’ ένα ψηλό λιθάρι και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει ήλιε μ’ για δε βαρείς κι εδώ σ’ τούτη την αποσκιούρα να λιώσουνε τα κρούσταλλα να λιώσουνε κι οι πάγοι να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου να ρθει μια άνοιξη καλή να ρθει ένα καλοκαίρι να ρθουν και τ’ άλλα τα πουλιά και τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια!  




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

ΑΡΤΑ: Βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Μάης