Που κρύβεται ο ελληνικός χρυσός και άλλες ιστορίες


- Την ώρα που όλες οι μεγάλες δυνάμεις επιστρέφουν στον χρυσό και αυξάνουν τα εθνικά τους αποθέματα, ο μισός ελληνικός χρυσός βρίσκεται στη Νέα Υόρκη

....Εν έτει 1964 η ανησυχία για τον χρυσό δεν ήταν και πολύ μεγάλη, είναι η αλήθεια. Στην εποχή της διαρκούς ανάπτυξης το πολύτιμο μέταλλο ήταν γενικά στα κάτω του. Πενήντα χρόνια μετά, την εποχή του παρ' ολίγον Grexit για εμάς και της νομισματικής αβεβαιότητας για αρκετούς άλλους, το να ονειρεύεται κανείς ράβδους χρυσού δεν μοιάζει καθόλου μπανάλ. 



Να γιατί διάφορες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο ζητούν επίμονα εδώ και μερικά χρόνια να ξαναμαζέψουν στα υπόγειά τους ό,τι για λόγους ασφαλείας είχαν στο παρελθόν διασπείρει σε σεντούκια άλλων. Με πρώτη και καλύτερη, αναμενόμενα ή μη, τη Γερμανία.

Ευρωπαϊκά ερωτήματα 
 
Μια συνηθισμένη ράβδος χρυσού έχει ύψος περίπου όσο δύο κουτάκια κόκα-κόλα. Ολη η διαφορά είναι στο βάρος: αντί για 660 γραμμάρια, όπως τα αναψυκτικά, ζυγίζει περίπου 13,5 κιλά. Διόλου περίεργο το ξάφνιασμα στην αναντιστοιχία των αισθήσεων που θα νιώσει όποιος τυχόν δει και έπειτα σηκώσει μια μπάρα χρυσού. Δεν είναι και πολλοί, άλλωστε, όσοι θα έχουν στη ζωή τους την ευκαιρία. 
 
Παρά τη διαρκή παρουσία του στην ανθρώπινη Ιστορία, το κίτρινο μέταλλο είναι πραγματικά σπάνιο: σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού (World Gold Council, ο αναπτυξιακός οργανισμός της παγκόσμιας βιομηχανίας χρυσού), μόλις 175.000 μετρικοί τόνοι έχουν εξορυχθεί από τις απαρχές της ανθρώπινης μεταλλουργίας ως σήμερα. Αν μάζευε κανείς αυτό το σύνολο, θα έφτιαχνε έναν κύβο με πλευρά μόλις 21 μέτρων. Καθόλου εντυπωσιακό για ένα βασικό αίτιο πολέμων, επαναστάσεων και κινητοποίησης ορισμένων από τα λιγότερο ευγενή ένστικτα της ανθρωπότητας. 
 
Αρκετό, όμως, για να κινεί επί χιλιετηρίδες την παγκόσμια οικονομία - για κάποιους, μάλιστα, όπως ο 45χρονος γερμανός επιχειρηματίας Πέτερ Μπέρινγκερ, απαραίτητο ακόμη και σήμερα, στην εποχή της πιστωτικής κάρτας, των ηλεκτρονικών συναλλαγών και του Bitcoin. 
 
Ο Μπέρινγκερ, ιδιοκτήτης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων που δραστηριοποιείται σε πολύτιμα μέταλλα και μετοχές ορυχείων, σύμφωνα με το «Bloomberg Businessweek», ανήκει σε μια μειονότητα: εκείνων που φοβούνται ότι η σημερινή οικονομία, χτισμένη αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη συναινούντων ενηλίκων αναφορικά με το αντίκρισμα των κεφαλαίων τους, πατά σε σαθρά θεμέλια. 
 
Εκ πρώτης όψεως η φούσκα των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων και η κρίση του 2008 ή η ελληνική περιπέτεια ρευστότητας θα του έδιναν επιχειρήματα, οι θέσεις πλείστων όσων οικονομολόγων για τη διευκόλυνση των ανθρώπινων συναλλαγών που προσφέρουν οι άυλοι τίτλοι θα του τα αφαιρούσαν. 
 
Ωστόσο, αυτό που ενδιέφερε πρωταρχικά τον ίδιο από το 2012, όταν και ξεκίνησε την εκστρατεία του στο Διαδίκτυο, δεν ήταν η οπισθοδρόμηση στο χρυσό νόμισμα, αλλά ο ακριβής εντοπισμός των αποθεμάτων της Γερμανίας. 
 
Συζητώντας, προσελκύοντας και οργανώνοντας ομοϊδεάτες, ο Μπέρινγκερ πέτυχε τον Σεπτέμβριο του 2012 την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης που υποχρέωνε την Bundesbank, τη γερμανική ομοσπονδιακή τράπεζα, να δημοσιοποιήσει την έκταση και την τοποθεσία φύλαξης του χρυσού της χώρας.

Ανταποκρινόμενη στην απόφαση, τον Οκτώβριο του 2012, η τράπεζα αποκάλυψε ότι από τους τότε 3.396 τόνους των αποθεμάτων της, αξίας 140 δισ. ευρώ, μόνο 1.036 υπήρχαν στη Γερμανία. Αλλοι 1.536 τόνοι, το 45% του συνολικού όγκου, ήταν αποθηκευμένοι στα υπόγεια της οδού Λίμπερτι 33 στη Νέα Υόρκη, στο θησαυροφυλάκιο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ενώ οι υπόλοιποι φυλάσσονταν στην Τράπεζα της Αγγλίας και την Τράπεζα της Γαλλίας. 
 
Ο θόρυβος που προκάλεσε η καμπάνια του Μπέρινγκερ εξανάγκασε τη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα να εξαγγείλει ένα πλάνο επαναπατρισμού 300 τόνων με ορίζοντα το 2020. Πέντε από αυτούς έφτασαν στη Φρανκφούρτη το 2013, άλλοι 85 το 2014. Οχι ότι ο Μπέρινγκερ ικανοποιήθηκε. Πλέον τρώγεται με το αν οι ράβδοι είναι οι ίδιες που στάλθηκαν στην Αμερική την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και ζητεί την επάνοδο και της τελευταίας ουγκιάς στα πάτρια εδάφη.

Ο Πέτερ Μπέρινγκερ μπορεί να αποτελεί ακραία περίπτωση κεκαλυμμένου «χρυσού εθνικισμού», τις ανησυχίες του όμως μοιράζονται πρόσωπα και θεσμοί σε διάφορα σημεία του κόσμου. Τον Μάιο του 2014 η Τράπεζα της Ιταλίας, τέταρτης υψηλότερης κατόχου χρυσού στον πλανήτη με 2.451,8 τόνους (προηγούνται με στοιχεία του Απριλίου του 2015 οι ΗΠΑ με 8.133,5, η Γερμανία με 3.384,2 και - έκπληξη -, το ΔΝΤ με 2.814 τόνους, παρακαλώ), προχώρησε στη δημοσιοποίηση της τοποθεσίας τους - Ρώμη και Νέα Υόρκη. 
 
Την ακολούθησε τον Νοέμβριο η Ελβετία, ενώ τον ίδιο μήνα η Ολλανδική Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε πως είχε ήδη μεταφέρει 122,5 τόνους από τους 612,5 των διαθέσιμών της από τη Νέα Υόρκη στο Αμστερνταμ. Ως αίτια καταγράφονταν «η πιο ισορροπημένη κατανομή μεταξύ των τόπων φύλαξης αλλά και ο πιθανός θετικός αντίκτυπος στην ψυχολογία του κοινού». 
 
Το «ρίσκο της υψηλής συγκέντρωσης» ήταν από πλευράς Αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας αυτό που την ώθησε να ζητήσει στις 29 Μαΐου 2015 τη μεταφορά 140 τόνων από τη Μεγάλη Βρετανία εντός των επόμενων πέντε ετών, εκ των οποίων οι 92,4 προορίζονταν για τη Βιέννη και οι 47,6 για την Ελβετία.

Εξ ορισμού φειδωλές στα λόγια τους, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν με πιο ευθύ τρόπο για τα κίνητρά τους. Για μια καλύτερη εικόνα τού τι προκαλεί αυτήν την κινητικότητα τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, μπορεί να προσφύγει κανείς στις στρατηγικές των ατόμων. Κατά το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού, το πρώτο τρίμηνο του 2015 η ζήτηση χρυσού στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 20% σε σχέση με το 2014, ενώ ανέβηκε πάνω από 10% στη Γαλλία, στην Ελβετία και στην Αυστρία. 
 
Αναλύοντας το θέμα στα μέσα Μαΐου, το CNN.com απέδιδε το φαινόμενο στον φόβο του πληθωρισμού (λέξης-φόβητρου στη Γερμανία εξαιτίας της μνήμης της οικονομικής κατάρρευσης και του υπερπληθωρισμού του Μεσοπολέμου), τον οποίο επανέφερε στο προσκήνιο η εφαρμογή της «ποσοτικής χαλάρωσης» του Μάριο Ντράγκι με τη μορφή αγοράς ομολόγων 1,3 τρισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και στην «ατελείωτη» ελληνική κρίση και στην αστάθεια της κατάστασης στα σύνορα Ρωσίας - Ουκρανίας.

Αμερικανικές ανησυχίες 
 
Αν οι ευρωπαϊκοί επαναπατρισμοί έχουν να κάνουν με τα ερωτήματα του ευρώ ή τα κεντρίσματα της εθνικής ιδεολογίας, στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού οι ανησυχίες εντάσσονται στη μόνιμη διελκυστίνδα μεταξύ ομοσπονδιακής και πολιτειακής εξουσίας. 
 
Στις 16 Ιουνίου η αμερικανική κοινή γνώμη πληροφορούνταν ότι το Τέξας είχε μόλις ψηφίσει έναν νόμο με βάση τον οποίο η πολιτεία επρόκειτο να ανοικοδομήσει θησαυροφυλάκιο για να στεγάσει χρυσό αξίας 1 δισ. δολαρίων από τα αποθέματα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στη Νέα Υόρκη. 
 
Η κίνηση, σύμφωνα με αμερικανούς σχολιαστές, είχε διττό χαρακτήρα: αφενός τη διασφάλιση από οποιαδήποτε πιθανότητα κατάσχεσης εκ μέρους των ομοσπονδιακών αρχών σε περίπτωση ανάγκης, αφετέρου τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού συστήματος πληρωμών με αντίκρισμα το πολύτιμο μέταλλο προκειμένου, όπως δήλωνε ο συντάκτης του νόμου, Ρικ Κάνινγκχαμ, εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών, Δικαίου και Πολιτικής, «όχι μόνο να εγγυηθεί τη λειτουργία της πολιτειακής και τοπικής κυβέρνησης, αλλά δυνητικά να εγγυηθεί μεγάλο μέρος της οικονομίας του Τέξας ακόμη και στην περίπτωση εθνικής οικονομικής ή νομισματικής κρίσης». 
 
Αιτιολογώντας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «The Epoch Times» τη συλλογιστική του νομοσχεδίου, ο εισηγητής του, ρεπουμπλικανός πολιτειακός βουλευτής, Τζιοβάνι Καπριλιόνε, συμπλήρωνε τα παραπάνω με μια αναπτυξιακή ατζέντα: «Εχω ένα όραμα, το Τέξας να συναγωνίζεται το Μανχάταν ή το Σικάγο σε χρηματιστηριακό επίπεδο. Εδώ έχουμε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, το δικό μας δίκτυο ηλεκτροδότησης. 
 
Η προσθήκη στο μείγμα και προϊόντων πολύτιμων μετάλλων θα βοηθήσει το Τέξας να επεκταθεί ως αγορά». Ωστόσο, και ο ίδιος έθετε το ζήτημα της επιχειρηματικής πίστης ως πυρήνα της κρίσης του 2008 σημειώνοντας την ανάγκη στήριξης σε συμπαγή θεμέλια. Με άλλα λόγια: «Η ιδέα πίσω από αυτό είναι να υπάρχει κάτι σταθερό, που μπορείς να το αγγίξεις, σε αντίθεση με το εφήμερο, το χαρτονόμισμα ή το τραπεζικό χρήμα».

Βέβαια, μια τέτοια αντίληψη πετάει στον κάλαθο των αχρήστων περίπου έναν αιώνα οικονομικής ιστορίας - η σύνδεση του χρυσού με την κυκλοφορία του νομίσματος, η μετατρεψιμότητά του σε χρυσάφι, δηλαδή, τελείωσε πρακτικά στην Ευρώπη με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914, ενώ και το καθεστώς της εγγύησής του με βάση τα αποθέματα των κεντρικών τραπεζών εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, μετά τη Μεγάλη Υφεση. 
 
Οταν το 1944 η διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς καθόρισε τις μεταπολεμικές κατευθύνσεις του διεθνούς νομισματικού συστήματος, ο παλιός «κανόνας του χρυσού» παρακάμφθηκε χάριν μιας διασύνδεσης ισοτιμιών με επίκεντρο το δολάριο και τη δική του σταθερή ανταλλακτική αξία προς τον χρυσό (35 δολάρια η ουγκιά) - επιλογή που πάντως δεν προσφερόταν σε φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες. Και αυτή όμως η έμμεση μετατρεψιμότητα ακυρώθηκε μονομερώς με απόφαση του προέδρου Νίξον το 1971.

Για τον Στίβεν Φλαντ, αναλυτή του δικτυακού τόπου Goldcore.com, όλη αυτή η διαδοχή αμφισβητείται πλέον σοβαρά για γεωπολιτικούς λόγους: χρυσό δεν ζητούν σήμερα μόνο η Ευρώπη και το Τέξας, τον αποθησαυρίζουν μανιωδώς η Ρωσία και η Κίνα. «Αν κάποια από αυτές τις δύο χώρες», γράφει, «επιλέξει να στηρίξει το νόμισμά της με χρυσό, του οποίου τεράστιες ποσότητες έχουν συσσωρεύσει τα τελευταία χρόνια, οι ΗΠΑ θα εξαναγκάζονταν να τις ακολουθήσουν για να εμποδίσουν τη δραστική πτώση της αξίας του δολαρίου και να διατηρήσουν το κύρος του ως αποθεματικού νομίσματος».

Παρόμοια σενάρια δείχνουν ενδεχομένως περισσότερο τους μύχιους φόβους των αναλυτών παρά την αντανάκλαση ρεαλιστικών δυνατοτήτων ανατροπής της παγκόσμιας νομισματικής τάξης. Οπωσδήποτε, θα πρέπει κανείς να διαβάζει προτάσεις όπως «οι ημέρες των χαρτονομισμάτων και των ηλεκτρονικών νομισμάτων που στηρίζονται στην πίστη σε κυβερνήσεις τις οποίες το κοινό όλο και περισσότερο δεν εμπιστεύεται» με μια γερή δόση δυσπιστίας.

Κι αυτό γιατί μια «χρυσή επανάσταση» από τη Ρωσία και την Κίνα δεν πρέπει να αναμένεται σύντομα: στον πίνακα κατοχής χρυσού του Παγκοσμίου Συμβουλίου Χρυσού είναι μόνο έκτη και έβδομη, με 1.207,7 και 1.054,1 τόνους αντίστοιχα, πολύ μακριά από τους 8.133,5 των ΗΠΑ, τους 3.384,2 της Γερμανίας ή τους 2.814 του ΔΝΤ. Γιατί να προκαλέσεις διεθνή αναταραχή με ένα όπλο στο οποίο δεν υπερέχεις, αν δεν έχεις την αυτοπεποίθηση του Τσακ Νόρις - ή, έστω, του Γιάνη Βαρουφάκη;


Το κυνήγι του θησαυρού
 
Τον Μάρτιο του 2013 ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας όριζε το ύψος των ελληνικών αποθεμάτων χρυσού σε «3.760 χιλιάδες ουγκιές, αξίας 4,74 δισ. ευρώ, από τα οποία το ήμισυ φυλάσσεται στην Τράπεζα της Ελλάδας και το υπόλοιπο φυλάσσεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Ελβετία». 
 
Το 2003 η ΤτΕ προέβη στην τελευταία μεγάλη πώληση ποσότητας χρυσού (20 τόνοι, τα έσοδα των οποίων, περίπου 207 εκατ. ευρώ, επενδύθηκαν σε τοποθετήσεις υψηλότερης απόδοσης, όπως ομόλογα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων), ο τόκος καταθέσεων για το μέταλλο ήταν μόλις 0,1%. 
 
Εχοντας συγκεντρώσει σε διάστημα 40 ετών περισσότερους από 80 τόνους «από τις ρευστοποιήσεις χρυσών λιρών και πλακιδίων χρυσού που βρίσκονταν σε θυρίδες και σεντούκια», όπως έγραφε σε παλιότερο άρθρο του ο Γιώργος Παπαϊωάννου στο «Βήμα», η Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε μια κίνηση συνηθισμένη τότε σε αρκετές οικονομίες - η Πορτογαλία την ίδια χρονική στιγμή μείωσε το απόθεμά της από 606 τόνους σε 340. 
 
Ηταν η ευημερία του ευρώ, το οποίο είχε ήδη καθιερωθεί άμεσα ως αποθεματικό νόμισμα εναλλακτικό του δολαρίου, που καθιστούσε παρωχημένη την προηγούμενη πολιτική αποθησαύρισης χρυσού είτε ως μεθόδου στήριξης των εθνικών νομισμάτων σε καταστάσεις κερδοσκοπικών επιθέσεων είτε ως ασφαλούς καταφυγίου για αγορά πρώτων υλών σε τυχόν στιγμές γεωπολιτικών εντάσεων. 
 
«Σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη να διατηρεί μια χώρα υψηλά αποθέματα χρυσού» έλεγε στον Γιώργο Παπαϊωάννου ο Αντώνιος Μαντζαβίνος, μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος. «Με το ευρώ, η σημασία του χρυσού έχει σχεδόν εξαλειφθεί».

Από το 2007 και εντεύθεν, ωστόσο, η τάση αυτή διακόπηκε. Τα ελληνικά αποθέματα παραμένουν σταθερά με πολύ ελαφρά αυξητική τάση: από τους 111,88 τόνους που καταμετρούσε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού τον Ιανουάριο του 2012, το σύνολο ανήλθε σε 112,5 τόνους στο τέλος του α' τριμήνου του 2015. Εξ ου και από κάποιες πλευρές προτάθηκε η «δημιουργική» αξιοποίησή τους για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. 
 
Η γερμανική εφημερίδα «Die Welt» το είχε προτείνει το καλοκαίρι του 2011, η επίσης γερμανική τράπεζα Commerzbank φρόντισε να το υπενθυμίσει στις 19 Ιουνίου 2015, στην πορεία της ελληνικής αβεβαιότητας ως προς την πληρωμή της δόσης του ΔΝΤ. «Στη θεωρία η Ελλάδα θα μπορούσε να αποπληρώσει τη δόση 1,5 δισ. ευρώ στο τέλος του μήνα με την πώληση 47 τόνων χρυσού από τα αποθέματά της» αναφερόταν σε σχετικό σημείωμα. 
 
 Οπωσδήποτε, οι διαδικασίες για κάτι τέτοιο δεν μοιάζουν εύκολες: αφενός ο χρυσός βρίσκεται στη δικαιοδοσία της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας η οποία με τη σειρά της διέπεται από την εποπτεία της ΕΚΤ, αφετέρου η ταχύτητα μιας τέτοιας εκποίησης είναι μάλλον άδηλη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015


Καρασαρίνης Μάρκος 
 tovima.gr




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

ΑΡΤΑ: Βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Μάης