ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ



Ένας θρύλος - μια σιωπή (1866 - 2015)

Ήταν μια νύχτα χαλασμού, η πρώτη του Φλεβάρη

μαύρο μαντάτο έφτασε, πάγωσαν τα Τζουμέρκα

της Πλάκας το μονότοξο γεφύρι του Αράχθου

μες το ποτάμι έπεσε, το σκέπασε η θολούρα

κι έπειτα ήλθε…η σιωπή… ο ρόγχος του θανάτου.



Στις όχθες έμειναν βουβά, έρημα, πληγωμένα
τα βάθρα του που άντεξαν, στον άσπλαχνο τον χρόνο
πολέμησαν με το νερό, σα να ‘ταν μετερίζια
και τώρα πια πεντάρφανα μένουν και καρτερούνε
τη μέρα που το τόξο του θα ‘ρθει πάλι κοντά τους.

Μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό, μέσα σ’ αυτόν τον θρήνο
βλέπω μια αέρινη μορφή, τον Κωνσταντή τον Μπέκα,
τον Πραμαντιώτη κούδαρη που ‘φτιαξε το γεφύρι
να κάθεται περίλυπος, στις όχθες του Αράχθου
και με τρεμάμενη φωνή να λέει στο παιδί του:

…Γεφύρι μου πανέμορφο, καμάρι των Τζουμέρκων
με την ψηλή κορμοστασιά, το θολωτό σου τόξο
που έσκιζες τους ουρανούς μόνο με την θωριά σου
και θάμπωνες στην ομορφιά τα κάστρα και τους πύργους
πες μου γιατί γκρεμίστηκες, πως κύλησες στη λάσπη;


Εγώ σε έστησα ψηλά και χαμηλά σε βρίσκω
μεγάλη πίκρα μου ‘δωσες κι ήρθα απ’ τον άλλο κόσμο
για να σε δω από κοντά, να κλάψουμε αντάμα...  

Από το κλάμα της ψυχής κι από το μοιρολόι
του γέρου πρωτομάστορα, σάλεψε το γεφύρι,
τίναξε από πάνω του το χώμα και τη λάσπη
κι άρχισε μ’ αναστεναγμούς να λέει, να μολογάει:

…Πατέρα καλωσόρισες έλα εδώ κοντά μου
απ’ όλους όσους ήλθανε, εσένα ξεχωρίζω
ο ερχομός σου Κωνσταντή πάλι ζωή μου δίνει
και θέλω τόσα να σου πω, τόσα να μολογήσω
να σου ανοίξω την καρδιά, να πω τα βάσανά μου
που πέρασα μονάχο μου όλα αυτά τα χρόνια.

Γυρνάω πίσω και θωρώ ‘κείνον τον Αλωνάρη
που ‘μουνα πάλι καταγής από το πέσιμό μου
κι ήρθες κοντά μου με στοργή, μου έδωσες το χέρι
κι είπες σε όλους γύρω σου, που κλαίγαν και θρηνούσαν:
“Εγώ ο ΜΠΕΚΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ θα στήσω το γεφύρι
ψηλότοξο, καμαρωτό, στολίδι στα Τζουμέρκα...

Πάλι ο ΛΟΥΛΗΣ έφτασε κι άνοιξε το πουγκί του,
και τα χωριά προσφέρανε πολλές χιλιάδες γρόσια,
σύναξες τους καλύτερους μαστόρους και καλφάδες
Πυρσογιαννίτες έφερες, κτιστάδες πελεκάνους
κι αρχίσατε το χτίσιμο με τέχνη και μεράκι.


Πάντα ολόρθος ήσουνα, ψηλά στη σκαλωσιά μου
ήλιο με ήλιο δούλευες εσύ και οι μαστόροι
και φώναζες και διάταζες «σταυρώστε τα λιθάρια,
γεμίστε με τα τσόκαλα όλες τις χαραμάδες
και κουρασάνι μπόλικο να βάλετε στις πέτρες
για να στεριώσει το θεριό μην ξαναπέσει κάτω...

Μου φτιάξατε γερό κορμί, με πήγατε τ’ αψήλου
μου βάλατε στην κορυφή πλάκες πελεκημένες
μου στήσατε τη θολωτή περίτεχνη καμάρα
για να θυμίζω πάντοτε την ομορφιά της τέχνης
του Ηπειρώτη μάστορα, που μόνο με το τσόκι,
το κοφτερό του το μυαλό και με την δούλεψή του
έστησε σ’ όλο το ντουνιά πετρόχτιστα στολίδια.

Ακόμα πρωτομάστορα αναστορώ, θυμάμαι,
τελέψατε το χτίσιμο εκείνον το Σεπτέμβρη
και πήρες με τα χέρια σου, τα ροζιασμένα χέρια
πελεκητό σφηνόλιθο, την πέτρα τη μεγάλη
τη ζύγισες με μαστοριά, την έβαλες στο τόξο
κλείδωσες την καμάρα μου, έδεσες το κορμί μου
και μου ‘πες “καλορίζικο, ποτέ πια να μην πέσεις…

…Διαβάτες πάνω να περνούν, άλογα, αγωγιάτες
και να σου δίνουνε ευχές να είσαι στεριωμένο.
Όσα γεφύρια έφτιαξα εσένα σ’ έχω πρώτο,
είσαι το ψυχοπαίδι μου, μονάκριβο σπουδαίο,
περήφανο να στέκεσαι στεφάνι του Αράχθου!”


Πέρασαν απ’ την πλάτη μου χιλιάδες στρατοκόποι
άκουσα τόσα μυστικά, ευχές, τραγούδια, πόνο,
με συντροφεύαν τα πουλιά με το κελάηδημά τους,
όμως μεγάλος ο καημός που μου ‘τρωγε τα σπλάχνα,
σαν έβλεπα το πόδι μου να είναι μ’ αλυσίδες
και να με βάζουν σύνορο στην ίδια την Πατρίδα!

Ώσπου μια μέρα άκουσα να τρίζει το Μπιζάνι,
το Ξεροβούνι έτρεμε, τα πλάγια αντηχούσαν
κι έλεγα μέσα μου κι εγώ «Εμπρός για την Πατρίδα
κι η Λευτεριά με τη χαρά να ξαναρθούν στον τόπο»…

…Μες τη βουή και τον αχό, τον χαλασμό, τη μάχη
άκουσα μια γλυκιά κραυγή να σκίζει το ποτάμι
“Τα πήραμε τα Γιάννινα, λεύτερο το Τζουμέρκο!”
κι εγώ σηκώθηκα ψηλά τον ήλιο να αντικρύσω
που έβγαινε τώρα πιο ζεστός στη λεύτερη πατρίδα
και είπα «Πια κατακτητής ποτέ μην περπατήσει
πάνω εδώ στη ράχη μου, σκλαβιά δεν την αντέχω»…

Μα ήρθαν χρόνοι δύσκολοι και η σκλαβιά ξανάρθε,
η χώρα μας ξανάζησε μια μαύρη ιστορία,
που ήταν τόσο τραγική που θέλω να ξεχάσω
την πείνα και τα δάκρυα, το κλάμα των μανάδων
και τόσες άλλες συμφορές που πέρασε ο τόπος…

Για δώρο ο κατακτητής μου έστειλε μια βόμβα
που χτύπησε στη στέψη μου και στο δεξί πλευρό μου
αλλά και πάλι άντεξα και στάθηκα ολόρθο
και μου γιατρέψαν τις πληγές μαστόροι Ραφτανίτες.
Μέσα στη μαύρη Κατοχή, τα σκοτεινά τα χρόνια
κοντά μου συναχθήκανε το τέλος του Φλεβάρη
αντάρτες κι απ’ τις δυο πλευρές, του Άρη και του Ζέρβα
παραμερίσαν την οργή, το μίσος και την έχθρα
και υπογράψαν “Σύμφωνο” που πήρε τ’ όνομά μου,
έβαλαν στόχο και σκοπό, δώσανε και υποσχέσεις
να διώξουνε τους Γερμανούς, τη μπότα του βαρβάρου
να έρθει πάλι η λευτεριά στη σκλαβωμένη χώρα. 

Έζησα πίκρες και χαρές, κουβάρι τυλιγμένα
πάλεψα μ’ όλα τα στοιχειά, τις μπόρες και τη λάσπη
μ’ αυτόν τον Θεοπόταμο, π’ αγρίευε, βογγούσε,
για να μου πάρει την ψυχή και να με ρίξει κάτω
ζηλεύοντας την ομορφιά, το τόξο, την καμάρα,
την πέτρα την πελεκητή, την τέχνη των μαστόρων
που με μεράκι μ’ έστησαν καμάρι του Αράχθου.

Τα χρόνια όμως πέρασαν κι έμεινα με τους θρύλους
αλλά η εγκατάλειψη έτρωγε το κορμί μου
άκουγα μερικές φωνές να λένε στους Μεγάλους,
να στέλνουν υπομνήματα, γραφές και ντοκουμέντα
“ελάτε για να σώσουμε την Γέφυρα στην Πλάκα
γιατί ο χρόνος άσπλαχνος τρώει τα σωθικά της”,
 αλλά ποτέ δεν βρήκανε τον δρόμο για να φτάσουν,
για να μου δώσουν στοργικά αγάπη και φροντίδα,
να μου γιατρέψουν τις πληγές που άνοιξε ο χρόνος.

Κι αφού δεν με συντήρησαν, δεν δέσαν το σκαρί μου
κι αυτός ο Θεοπόταμος που του ‘κλεινα τον δρόμο
πάλεψε και με νίκησε και μ’ έριξε στο χώμα…
…Αλλά εγώ που άντεξα των Γερμανών την βόμβα
θα σηκωθώ από τη γη, πάλι ψηλά θα φτάσω
θα αφήσω πια τον ποταμό στα πόδια να διαβαίνει
θα γίνω πάλι ζηλευτό γεφύρι στα Τζουμέρκα.
Κι εσύ πατέρα που θρηνείς τώρα το πέσιμό μου
σήκω και δώσε νοερά και πάλι την ευχή σου
να ξαναγίνω τ’ όμορφο, το τοξωτό Γεφύρι
κι εσύ διπλά θα χαίρεσαι, θα είσαι αναπαμένος.

Τώρα εδώ που βρίσκομαι πεσμένο στο ποτάμι
ένα μεγάλο κάλεσμα στέλνω στους Ηπειρώτες:
Εσύ φίλε που άκουσες και εσύ που με διαβάζεις
άφησε πια το στεναγμό, την πίκρα και τον πόνο
έλα κοντά, πλησίασε, έλα κοντά και στάσου
και δώσε την αγάπη σου, φέρε το λιθαράκι
πάλι ολόρθο να σταθώ, πάλι ψηλά να φτάσω.

ΥΓ.
Ως απλός Τζουμερκιώτης θέλω να εκφράσω ευχαριστίες στον κο Πρωθυπουργό, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ, για την ευαισθησία και το αμέριστο ενδιαφέρον του για την αναστήλωση της Γέφυρας, το Ε.Μ.Π. για την προσφορά στην εκπόνηση της δωρεάν μελέτης καθώς και τον κο ΙΩΑΝΝΗ ΛΟΥΛΗ για την αυθόρμητη πρόθεσή του στο να συμβάλλει οικονομικά στην μελλοντική αναστήλωσή της. 

Να συγχαρώ τον κο ΣΠΥΡΟ ΜΑΝΤΑ από το Κέντρο Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών (ΚΕ.ΜΕ.ΠΕ.Γ.), που από χρόνια «τραγουδά» με τα βιβλία του τα πετρογεφύρια της Ηπείρου και για το προφητικό του αφιέρωμα για το Γεφύρι της Πλάκας σε σκηνοθεσία Νίκου Παπαθανασίου και τέλος, όσους έγραψαν, πόνεσαν, όσους συμπαραστάθηκαν και θα εξακολουθήσουν να συμπαραστέκονται στη συνολική προσπάθεια για το “ανέβασμα” του θρυλικού αυτού Γεφυριού, που αποτελεί πολύτιμο αρχιτεκτονικό κληροδότημα της αρχέγονης τέχνης των Ηπειρωτών μαστόρων.  
    
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ

     Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ ε.α
                  Καταρρακτινός (Σχωρετσιανίτης)
Αθήνα, Μάρτιος 2015

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
1)     Αλωνάρης = Ιούλιος
2)     κούδαρης = μάστορας, πετράς
3)     πελεκάνος = μάστορας, πελεκητής πέτρας
4)     κουρασάνι = παραδοσιακό υδραυλικό κονίαμα, με εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες. Αποτελείται από ασβέστη, άμμο, θηραϊκή γη, τριμμένο κεραμίδι, νερό και για αντοχή προσέθεταν τραγόμαλλο ή άχυρο. Ο Κώστας Μπέκας το έκανε ισχυρότερο προσθέτοντας επιπλέον χιλιάδες αυγά.
5)     σφηνόλιθος = η πέτρα που έβαζαν στη μέση από το τόξο για να “κλειδώσει” η καμάρα.
6)     τσόκαλα = μικρές πέτρες για γέμισμα τοιχοποιίας.  



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

ΑΡΤΑ: Βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Μάης