Λεφτά για όλους... εξ ουρανού !!


-Ο Ντράγκι προτίθεται να ρίξει στην αγορά 1 τρισ. ευρώ ως λύση έκτακτης ανάγκης – πόροι που θα επαρκούσαν για να λάβει κάθε πολίτης της ευρωζώνης περίπου 3.000 ευρώ

Μια μέρα όλοι οι πολίτες της ευρωζώνης λαμβάνουν στο γραμματοκιβώτιό τους από μια επιταγή αξίας άνω των 500 ευρώ, ίσως και 3.000 ευρώ. Δεν είναι φάρσα, αλλά ένα απλό δωράκι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της Φρανκφούρτης. 



Το σενάριο που παρουσιάζει η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού «Der Spiegel» δεν είναι τόσο παράλογο όσο αρχικά φαίνεται. Μάλιστα, πολλοί σοβαροί ακαδημαϊκοί και οικονομολόγοι απαιτούν ακριβώς αυτό: ο Μάριο Ντράγκι να τυπώσει χρήμα και να το μοιράσει απευθείας στον λαό.

 Η λογική πίσω από την ιδέα είναι ότι οι λήπτες των επιταγών θα σπεύσουν στα καταστήματα, ενισχύοντας την παραλυμένη οικονομία της ευρωζώνης. Έτσι οι εταιρείες θα χρειαστεί να αυξήσουν την παραγωγή τους και να προσλάβουν περισσότερους υπαλλήλους, πράγμα που θα οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη και άνοδο των τιμών, λόγω της αυξημένης ζήτησης.

Η ΕΚΤ έχει χάσει τον έλεγχο

Επί του παρόντος, το ποσοστό του πληθωρισμού είναι μόλις λίγο πάνω από το μηδέν και ο φόβος ενός αποπληθωρισμού όπως εκείνος των ΗΠΑ την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης στοιχειώνει την ευρωζώνη. Η ΕΚΤ, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη σταθερότητα του ευρώ, έχει χάσει τον έλεγχο.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων και άλλων ειδικών προωθεί τη λύση των «χρημάτων εξ ουρανού» («helicopter money» ή «helicopter drop», κατά λέξη: «λεφτά απ’ το ελικόπτερο»).

Η ιδέα, που στο παρελθόν υποστηρίχθηκε ακόμα κι από τον νομπελίστα Μίλτον Φρίντμαν, έχει προκαλέσει διαμάχη μεταξύ ακαδημαϊκών και αξιωματούχων κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης. Για τους υποστηρικτές της, το ζήτημα δεν αφορά απλώς ένα νέο εργαλείο, αλλά την αμφισβήτηση άτεγκτων δογμάτων της νομισματικής πολιτικής.



Ένα πράγμα δείχνει να ξεκαθαρίζει μέχρι στιγμής: ο Ντράγκι και οι ομόλογοί του των εθνικών κεντρικών τραπεζών έχουν εξαντλήσει κάθε παραδοσιακό μέσο καταπολέμησης του αποπληθωρισμού. Εύκολα εξηγείται η αποτυχία των προσπαθειών τους. Μέχρι τώρα οι κεντρικές τράπεζες παρείχαν χρηματοδότηση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η ΕΚΤ δάνειζε τις τράπεζες με χαμηλά επιτόκια ή αγόραζε από αυτές τίτλους υψηλού κινδύνου, με την ελπίδα με τη σειρά τους θα εξέδιδαν περισσότερα δάνεια προς εταιρείες και καταναλωτές. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι ήδη τόσο χρεωμένα, που δεν παίρνουν νέο δάνειο, κι έτσι τα χρήματα δεν διοχετεύονται τελικά στην πραγματική οικονομία.

 Γι’ αυτό ο Σιλβέν Μπρουαγιέρ, επικεφαλής οικονομολόγος της γαλλικής επενδυτικής τράπεζας Natixis, υποστηρίζει ότι «θα ήταν πολύ πιο λογικό να πάρει η ΕΚΤ τα χρήματα που θέλει να ρίξει στη μάχη κατά του αποπληθωρισμού και να τα διανείμει απευθείας στον κόσμο».

Ο Ντράγκι προτίθεται να ρίξει στην αγορά 1 τρισ. ευρώ ως λύση έκτακτης ανάγκης – πόροι που θα επαρκούσαν για να λάβει κάθε πολίτης της ευρωζώνης περίπου 3.000 ευρώ.



«Πρέπει να είναι πολλά τα λεφτά»

 O Ντάνιελ Στέλτερ, ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Beyond the Obvious με έδρα το Βερολίνο και πρώην σύμβουλος της Boston Consulting, όχι απλώς συμφωνεί, αλλά και ζητά να δοθούν από 5.000 έως 10.000 ευρώ σε κάθε πολίτη. «Πρέπει να είναι πολλά (τα λεφτά) για να έχει αποτέλεσμα» λέει ο ίδιος, αλλά παραδέχεται ότι αυτά τα ποσά είναι απλές εκτιμήσεις. Εξάλλου, ούτε μια κεντρική τράπεζα δεν επιχείρησε κάτι τέτοιο στο παρελθόν.

Πολλοί ακαδημαϊκοί βασίζουν τους υπολογισμούς τους στο αμερικανικό προηγούμενο, καθώς κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν δώσει μετρητά στους φορολογουμένους υπό τη μορφή επιστροφών για να στηρίξουν την οικονομία.



Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Τζον Μιούλμπαουερ ανατρέχει στο 2001. Μετά τη φούσκα των ηλεκτρονικών επιχειρήσεων (dot.com crash) οι ΗΠΑ έδωσαν σε όλους τους φορολογουμένους επιστροφή 300 δολαρίων.

Κατ’ αναλογία, ο καθηγητής υπολογίζει ότι σήμερα θα έφταναν 500 ευρώ στο καθένα για να τονωθεί η ευρωζώνη, κι επισημαίνει ότι αυτά τα «λεφτά εξ ουρανού» θα κόστιζαν πολύ λιγότερο από τα σημερινά προγράμματα της ΕΚΤ.

Κι όμως, ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες και συντηρητικοί οικονομολόγοι απορρίπτουν μια τέτοια λύση. «Θα ήταν η έσχατη αμαρτία» λέει ο Γέργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής Commerzbank. «Αν η κεντρική τράπεζα δώσει χρήματα μία φορά, αποκλείεται να παραμείνει μεμονωμένη περίπτωση. Οι πολιτικοί θα απαιτούν ακόμη περισσότερα την επόμενη φορά».

Ο Μιούλμπαουερ αντιτείνει ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν σαφή στόχο: πληθωρισμό κοντά στο 2%. Αν τον πιάσουν, θα έπαυε η ανάγκη παροχής ρευστού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η νομισματική πολιτική συχνά δεν επιτυγχάνει με ακρίβεια τους στόχους της. Πολλοί ειδικοί λένε ότι ο πληθωρισμός είναι σαν μπουκάλι κέτσαπ: όταν το χτυπάς, στην αρχή δεν βγαίνει τίποτα και ξαφνικά χύνεται όλο μαζί.

Ο βασικός παράγοντας που καθορίζει την αξία του χρήματος είναι η εμπιστοσύνη εκείνων που το ξοδεύουν – η πεποίθηση ότι 10 ή 20 ευρώ θα φτάνουν για ένα γεύμα στο άμεσο μέλλον και ότι ένα μεσαίο αυτοκίνητο δεν θα κοστίζει 100.000 ευρώ σε 5 χρόνια. Αν χαθεί η εμπιστοσύνη, όλο το νομισματικό σύστημα αρχίζει να καταρρέει.

Τεράστια αβεβαιότητα

Την εν λόγω εμπειρία είχε η Γερμανία τη δεκαετία του 1920. Καταλυτικός παράγοντας για τον υπερπληθωρισμό εκείνου του καιρού ήταν το γεγονός ότι το Ράιχ κάλυπτε τα έξοδα του πολέμου τυπώνοντας χρήμα.

Η κατάσταση όμως βγήκε εκτός ελέγχου όταν οι πιστωτές της χώρας μαζί με τους πολίτες έχασαν την πίστη τους στο μάρκο. Οι επενδυτές αρνήθηκαν να δώσουν άλλα χρήματα στο κράτος και οι γιατροί ζητούσαν να πληρωθούν σε είδος. Οι τιμές εκτινάχθηκαν: ένα καρβέλι έφτασε να στοιχίζει 140 δισ. μάρκα.

 «Έτσι και δει ο κόσμος να βρέχει ο ουρανός λεφτά, θα προκληθεί τεράστια αβεβαιότητα για τον μελλοντικό πληθωρισμό» προειδοποιεί ο Κρέμερ. «Πόσο συχνά μπορεί να συμβεί και πόσο γρήγορα θα ανέβουν οι τιμές; Σε τι κατάσταση είναι το ευρώ, αν η ΕΚΤ κατέληξε να μοιράζει χρήματα;»

Επίσης, ακόμα κι αν οι πολίτες πάνε στα μαγαζιά να ξοδέψουν τα λεφτά που τους δόθηκαν, δεν είναι σίγουρο ότι οι εταιρείες θα ανεβάσουν την παραγωγή. «Οι τιμές θα ανέβαιναν, αλλά δεν θα υπήρχε μόνιμο κίνητρο για την οικονομία» λέει ο Τόμας Μάγερ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank. Το φαινόμενο είναι γνωστό ως στασιμοπληθωρισμός (stagflation).

Γι’ αυτό ο Γουίλεμ Μπάιτερ της αμερικανικής Citigroup έχει τροποποιήσει τη λύση του ελικοπτέρου. Η δική του εκδοχή απαιτεί συντονισμό πολιτικών αρχών και κεντρικών τραπεζών: το κράτος βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα με μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα επενδύει χρήματα σε έργα υποδομών ή τα δίνει στους φορολογουμένους για να αυξήσει την κατανάλωση· η κεντρική τράπεζα χρηματοδοτεί αυτή την κίνηση μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων.



Ο Μπάιτερ δεν ανησυχεί για τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που εμποδίζουν την ΕΚΤ να χρηματοδοτήσει άμεσα ένα κράτος, όπως απαιτεί το σχέδιό του. Έτσι κι αλλιώς, θεωρεί το σχετικό άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβόνας καταστροφικό.

Επίσης, δεν πιστεύει ότι το σχέδιο θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της ΕΚΤ: «Ανεξαρτησία δεν σημαίνει να μη σηκώνεις το τηλέφωνο όταν σε παίρνει ο υπουργός Οικονομικών. Ανεξαρτησία είναι το δικαίωμα να λες όχι». Η συνεργασία, λοιπόν, και ο συντονισμός νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, κατά τον ίδιο, «συμβαδίζουν απόλυτα».

Το παράδειγμα της Ιαπωνίας και του πρωθυπουργού της Σίνζο Άμπε, ο οποίος πίεσε την κεντρική τράπεζα της χώρας να δώσει τρισεκατομμύρια για επενδύσεις και παρ’ όλα αυτά δεν απέφυγε εκ νέου ύφεση, προσφέρει επιχειρήματα και στις δύο πλευρές, όσον αφορά την αμφιλεγόμενη «επιχείρηση ελικόπτερο». Κανείς δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς έφταιξε, γιατί η κυβέρνηση Άμπε δεν κατάφερε παράλληλα να περάσει τις περισσότερες από τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις.

Η νομισματική πολιτική από μόνη της πάντως «δεν σε βγάζει από τη μακρά στασιμότητα», όπως παραδέχεται ο… φαν των ελικοπτέρων Μπάιτερ. Το ίδιο όμως θα έλεγαν και οι πιο φανατικοί επικριτές του.

Πηγή: Spiegel
Επιμέλεια: Σωτήρης Σκουλούδης

 zougla.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ