Ερευνα του ΕΚΚΕ: Οι «φυλές» των καταναλωτών του πολιτισμού


Οι «ανώτεροι», οι «λαϊκοί», οι «παμφάγοι» και οι «ανενεργοί» 

 Εσείς πόσες φορές πήγατε θέατρο τον τελευταίο χρόνο; Ποια ήταν η πιο πρόσφατη εμπειρία σας από έναν μουσικό χώρο; Ποιο είδος ταινίας αναζητείτε στις μηχανές αναζήτησης των οδηγών πόλης για τον κινηματογράφο; Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) μελέτησε την πολιτιστική κατανάλωση των Αθηναίων και ανακοίνωσε τα προκαταρκτικά συμπεράσματα σε μια ημερίδα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 4 Νοεμβρίου.




Κατ' αρχάς, ένα ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι και στα τρία πεδία που διερευνήθηκαν (σινεμά, μουσική και θέατρο - χορός) εμφανίστηκαν κάθε φορά τέσσερις ομάδες καταναλωτών με τα ίδια χαρακτηριστικά. Οι ειδικοί τους ονόμασαν «ανώτερους», «λαϊκούς», «παμφάγους» και «ανενεργούς».

Οι «ανενεργοί» στα ύψη

Εκ πρώτης όψεως εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι «ανενεργοί», άτομα δηλαδή που ουσιαστικά δεν συμμετείχαν σε κάποια εκδήλωση τα τελευταία δύο χρόνια, παρουσιάζουν το ποσοστό της τάξεως του 62% όσον αφορά τη μουσική και του 78% στο θέατρο -χορό (ενώ στο σινεμά το ποσοστό πέφτει στο 40%). 
Ωστόσο, σε χώρες με υψηλό θεωρητικά πολιτισμικό επίπεδο όπως είναι η Αγγλία το ποσοστό των ανενεργών που «κατανάλωσαν» αντίστοιχα πολιτιστικά προϊόντα (και μάλιστα σε έναν χρόνο και όχι σε δύο) είναι της τάξεως του 80% και 70% αντίστοιχα. 
Από την άλλη, η έρευνα του ΕΚΚΕ αφορά μόνο την Αθήνα και, αν αναλογιστεί κανείς την έλλειψη των υποδομών της επαρχίας, οι έλληνες «ανενεργοί» στο σύνολό τους μάλλον θα είναι περισσότεροι. 
Οι «ανενεργοί» εμφανίζονται με αυξημένο ποσοστό στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, όπως και στις μεγαλύτερες ηλικίες (ανεξάρτητα από την τάξη στην οποία ανήκουν). Συμπέρασμα: το φαινόμενο των «ανενεργών» είναι διαταξικό και το ποσοστό τους είναι αναμφισβήτητα υψηλό. Απλώς δεν συναντάται μόνο στην Ελλάδα.

Μολονότι δεν έχει γίνει συστηματική σύγκριση του ποσοστού που παρουσιάζουν στην Ελλάδα με αντίστοιχα διεθνή δεδομένα, «το φαινόμενο ότι ο κόσμος προτιμά να μένει στο σπίτι του για να βλέπει τηλεόραση και δεν βγαίνει έξω για να συμμετάσχει σε πολιτιστικά δρώμενα έχει διεθνή χαρακτήρα» εξηγεί ο Δημήτρης Εμμανουήλ, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ και κύριος ερευνητής και επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας. 
«Εν γένει δεν διαφέρει η Ελλάδα από τον υπόλοιπο κόσμο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με χώρες όπως η Τουρκία. Τα πρότυπα κατανάλωσης αλλάζουν σημαντικά όταν μιλάμε για θεοκρατούμενες κοινωνίες».
  
Οι ακραίοι «παμφάγοι»

Από τις τέσσερις ομάδες που μορφοποιούνται βάσει των αναλύσεων των πολιτιστικών επιλογών των ερωτηθέντων σε συνάρτηση με το μορφωτικό τους επίπεδο και το κοινωνικό τους status ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «παμφάγοι». 
Οπως υποδηλώνει και το όνομά τους, τα άτομα αυτής της ομάδας κινούνται με άνεση σε όλα τα πεδία και χώρους πολιτισμού και είναι ανοιχτοί σε όλα τα είδη. Θα δουν ταινίες σπλάτερ με την ίδια άνεση που θα παρακολουθήσουν Γκοντάρ. Θα επισκεφθούν παράσταση πειραματικού θεάτρου αλλά δεν θα διστάσουν να δουν επιθεώρηση με τον Σεφερλή. 
Εύλογα το ποσοστό τους είναι μικρό (1,1% επί του συνόλου των ερωτηθέντων όσον αφορά το θέατρο, 5,9% στο σινεμά, 2,9% στη μουσική). «Πρόκειται για ένα διεθνές και ανερχόμενο φαινόμενο» λέει ο κ. Εμμανουήλ. «Οι "παμφάγοι" είναι πολυπολιτισμικοί και μπορούν να εκτιμήσουν τα πάντα. 
Η απουσία πολιτιστικών επαναστάσεων, όπως συνέβαιναν π.χ. στη μουσική τις δεκαετίες  του '60 και του '70, αφήνει ελεύθερο το πεδίο για ευρείες "παρεκκλίσεις" στις επιλογές και στο γούστο. Είναι πιο νέοι ηλικιακά, ιδίως στο σινεμά, αν και στο θέατρο στην κατηγορία αυτή ανήκουν και ηλικιωμένοι. 
Στο εξωτερικό συζητείται πολύ το φαινόμενο  και εικάζεται ότι μελλοντικά θα έχουμε να κάνουμε με δύο κατηγορίες: τους "μονοφάγους" και τους "παμφάγους". Δηλαδή, τα κατώτερα στρώματα θα ακούνε μόνο λαϊκή μουσική, ενώ όσοι ανήκουν σε υψηλότερα, χάρη στην εκπαίδευση και στο εισόδημά τους, θα ακούνε τα πάντα.  Πάντως, στην Ελλάδα το ποσοστό τους έχει πέσει σε σχέση με τη διετία 2008-2009 γιατί απαιτούνται χρήματα για να παρακολουθείς τα πάντα».

«Ανώτεροι» εναντίον «λαϊκών»

Οι δύο αυτές ομάδες παρουσιάζουν τελικά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό διότι η καταναλωτική συμπεριφορά των «παμφάγων» και των «ανενεργών» είναι συνεπής. Κοινώς, αυτοί που «καταβροχθίζουν» πολιτισμό έχουν πολύ υψηλή συμμετοχή σε πολιτιστικά δρώμενα (αλλά αποτελούν τη μικρότερη ομάδα), ενώ εκείνοι που μένουν σπίτι τους πολύ χαμηλή (και πλειοψηφούν συντριπτικά).

Οι «ανώτεροι» και οι «λαϊκοί» δεν είναι διαμετρικά αντίθετοι όσον αφορά τα ποσοστά συμμετοχής τους στα πολιτιστικά δρώμενα, είναι όμως στις επιλογές τους. Για παράδειγμα, στον κινηματογράφο οι μεν προτιμούν τις δραματικές-κοινωνικές ταινίες σε ποσοστό 83,2% ενώ οι δε μόλις σε 13,2%. 
Αγαπημένο κινηματογραφικό είδος των «λαϊκών» αποδεικνύονται οι περιπέτειες - πολεμικές - γουέστερν (52,6% το ποσοστό έναντι του 11,7% των «ανωτέρων»). Τις δύο ομάδες ενώνει η αγάπη για τις κωμωδίες  (με ποσοστά επισκεπτών 52,5% και 49,3% αντίστοιχα) και για το παιδικό θέατρο (20,4% και 22,8% αντίστοιχα). Πουθενά αλλού δεν διασταυρώνονται τα ενδιαφέροντα των δύο ομάδων.  
Για παράδειγμα, οι παραστάσεις πειραματικού-σύγχρονου θεάτρου ελκύουν τους «ανώτερους» σε ποσοστό 67,4% (μόλις 5,8% των «λαϊκών» ανταποκρίνονται σε αυτό το πολιτιστικό είδος), ενώ το ελαφρό θέατρο και οι επιθεωρήσεις έχουν ιδιαίτερη θέση στις προτιμήσεις των «λαϊκών» (38,8% και 45,5% αντίστοιχα έναντι 1,8% και 0,4% των «ανωτέρων»). 
Οι «ανώτεροι» προτιμούν μουσικές σκηνές για τζαζ και εθνικές μουσικές ή για έντεχνο και κλασική μουσική, οι λαϊκοί τα μουσικά μεζεδοπωλεία, τις ταβέρνες, τα ρεμπετάδικα και τις μεγάλες πίστες.

«"Λαϊκοί" υπάρχουν σε όλες τις χώρες, όπως και "ανώτεροι"» λέει ο κ. Εμμανουήλ. Ωστόσο, «στην Ελλάδα το φαινόμενο των "λαϊκών" είναι διαταξικό καθώς η "ανώτερη" τάξη δεν χαρακτηρίζεται από ένα πολύ αυστηρό πολιτιστικό πρότυπο που προκαλεί δέος και αποκλείει τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν κυριαρχεί ο ελιτισμός.

Τα λαϊκά πρότυπα παρεισφρέουν και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, σε πλούσιους και μορφωμένους πολίτες, έστω και σε μικρά ποσοστά. Μια εξήγηση είναι ότι το "λαϊκό" είναι φορτισμένο πολιτικά, οπότε για αυτό διαχέεται στα στρώματα αυτά, τα οποία είναι ούτως ή άλλως διχασμένα από πολιτική άποψη. Ετσι το να είσαι λαϊκός στη μουσική δεν σε χαρακτηρίζει κοινωνικά». Εκτός και αν μιλάμε για τον κινηματογράφο, όπου η διαταξικότητα του «λαϊκού» πάει περίπατο.

Ενα αγαπημένο είδος των «λαϊκών», οι ταινίες πολεμικών τεχνών (δημοφιλείς σε ποσοστό 45,6%), προτιμώνται από ανθρώπους με κατώτερο μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα. Επίσης, στην περίπτωση του κινηματογράφου το «λαϊκό» δεν είναι συνώνυμο με το «ελληνικό», δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρεύμα για τον ελληνικό κινηματογράφο από τη συγκεκριμένη ομάδα.



Η κρίση χτυπάει τις πίστες, τα ρεμπετάδικα και την επιθεώρηση

Οσοι πήραν μέρος στην έρευνα ερωτήθηκαν για τη συμμετοχή τους σε πολιτιστικά δρώμενα και τη διετία 2008-2009, πριν από την κρίση. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι έξοδοι για πολιτιστική κατανάλωση παρουσιάζουν μείωση της τάξεως του 15% σε όλα τα πεδία.

Τα ειδικά συμπεράσματα είναι ότι η επισκεψιμότητα σε ρεμπετάδικα-λαϊκά πάλκα και σε μεγάλες πίστες παρουσιάζει πτώση της τάξεως του 51,4% και του 45,7% αντιστοίχως. Οσον αφορά το θέατρο, η επιθεώρηση εμφανίζεται ζημιωμένη κατά 31,8% και το ελαφρό θέατρο κατά 26,4%.

Οι τάξεις που έχουν χτυπηθεί από την κρίση, μεσαία και χαμηλά στρώματα, μαγαζάτορες, μικροεπιχειρηματίες και μικροβιοτέχνες, αναπόφευκτα περιορίζουν τη διασκέδαση και την κοινωνική ζωή. Ωστόσο και η συμμετοχή σε παραστάσεις αρχαίου θεάτρου παρουσιάζει μείωση της τάξεως του 31,8%.

Τη μικρότερη μείωση, μόλις 3,8%, παρουσιάζουν οι παραστάσεις πειραματικού-σύγχρονου χορού, το αγαπημένο είδος των «ανώτερων», και το μιούζικαλ (8,4%), που είναι πολύ αγαπητό στους «λαϊκούς» (σε ποσοστό 30,8%). Στη μουσική τις μικρότερες απώλειες μετράνε οι μουσικές σκηνές ή τα κλαμπ για συναυλίες (ροκ, ποπ-ροκ, ηλεκτρονική, ραπ κ.τ.λ.) με ποσοστό 9,2%.


Η ταυτότητα της έρευνας

Το εμπειρικό υλικό της έρευνας συγκεντρώθηκε έπειτα από τυχαία δειγματοληπτική επιλογή σε περίπου 2.500 νοικοκυριά στην ευρύτατη Αστική Περιφέρεια της Αθήνας το 2013. 
Συμμετείχαν σε αυτήν ενήλικοι 18-65 ετών οι οποίοι ερωτήθηκαν αν έχουν πάει τουλάχιστον μία φορά σε κάποιον χώρο ή αν έχουν παρακολουθήσει κάποιο πολιτιστικό προϊόν (ταινίες,  επίσκεψη σε μουσική σκηνή, παράσταση θεάτρου - χορού) τα τελευταία δύο χρόνια (2011-12 κατά προσέγγιση). Δεν ερευνήθηκαν οι περίοδοι παραθερισμού και εκδρομών, γιατί ο στόχος ήταν να κατανοηθεί η ζωή στην πόλη.

Πρόκειται για την πρώτη έρευνα που πραγματοποιείται πάνω σε αυτά τα πολιτιστικά πεδία (σινεμά, μουσική, θέατρο - χορός) στην Ελλάδα με στόχο να σχετιστεί η κατανάλωση με την κοινωνική διαστρωμάτωση αλλά και το κοινωνικό πρόσωπο που παρουσιάζουν οι καταναλωτές. Εξ ου και δεν συμπεριελήφθη το βιβλίο στην έρευνα, «μια και πρόκειται για μια ως επί το πλείστον ιδιωτική συνήθεια».

Η έρευνα ανατέθηκε στο ΕΚΚΕ στο πλαίσιο της δράσης ΑΡΙΣΤΕΙΑ της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας και χρηματοδοτήθηκε από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αποτελεί μέρος ευρύτερης έρευνας του ΕΚΚΕ για την κατανάλωση με τίτλο «Κοινωνικοοικονομική τάξη, κοινωνική θέση και κατανάλωση: Διαστρωμάτωση, κινητικότητα και αστική κατανάλωση στην Αθήνα». 
Περιέχει άλλη μία ενότητα που αφορά την κατανάλωση υλικών αγαθών (βραδινές έξοδοι, επιλογή ρουχισμού, αυτοκίνητα, πρώτη και δεύτερη κατοικία), τα αποτελέσματα της οποίας θα παρουσιαστούν σε άλλη ημερίδα.

Να σημειωθεί ότι υπεύθυνοι για την ανάλυση της πολιτιστικής κατανάλωσης που παρουσιάστηκε στην ημερίδα της 4ης Νοεμβρίου ήταν ο Δημήτρης Εμμανουήλ, η Ρωξάνη Καυταντζόγλου και ο Νικόλας Σουλιώτης, ενώ την ανάλυση του ρόλου των «μεγάλων αιθουσών» ανέλαβε η Φραίη Καμούτση.

 Αστραπέλλου Μαριλένα 
 tovima.gr/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

ΑΡΤΑ: Βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Μάης