Οταν αυτός πατούσε το φεγγάρι, εγώ...


20 Ιουλίου 1969: Tο πλήθος παρακολουθεί με δέος την εκτόξευση του «Απόλλων 11».

Το ερώτημα το έθεσε διαδικτυακά ο δεύτερος άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι, σαν σήμερα, πριν από 45 χρόνια, ο Μπαζ Ολντριν. Απευθύνθηκε σε ανώνυμους και επώνυμους, στο πλαίσιο του διεθνούς πρότζεκτ #Apollo45, με αφορμή την επέτειο από το «τεράστιο άλμα για την ανθρωπότητα»: «Τι κάνατε την ημέρα της προσσελήνωσης, στις 20 Ιουλίου του 1969;». 



Η «Καθημερινή» έθεσε το ίδιο ερώτημα σε ανθρώπους της διανόησης και των τεχνών: να μας αφηγηθούν το γεγονός όπως το έζησαν είτε στην πατρίδα μας είτε στο εξωτερικό. Μέσα από τις παρακάτω αφηγήσεις αναδύονται προσωπικές μνήμες από ένα πολύ διαφορετικό ελληνικό καλοκαίρι, από παραθαλάσσια χωριά και παιδικές κατασκηνώσεις, από την Ελλάδα των συνταγματαρχών, από τη Μόσχα του Ψυχρού Πολέμου, ακόμα και από το Χιούστον, όταν ζούσε τον πυρετό της εκτόξευσης στις 20 Ιουλίου του 1969. Κάπως έτσι, το φεγγάρι της Σαπφούς, του Ικαρομένιπου και του Ιουλίου Βερν συνυπήρξε με τη Σελήνη του «Απόλλων 11»...

Θεοδόσης Τάσιος*

Πώς να ξεχάσεις τέτοια νύχτα; Βρισκόμουν σπίτι, απέναντι από το Πολυτεχνείο, είχαμε τηλεόραση και είδαμε εκείνο το πρώτο μικρό βήμα του Ανθρώπου – και είχε έρθει και ο αξέχαστος συνάδελφος Θεόδωρος Σκουλικίδης για να μοιραστούμε την εμπειρία.

Ο διάχυτος θαυμασμός για το επίτευγμα, ξέρετε, ήταν ή διεθνοπολιτικός (να που ο ανταγωνισμός των δύο μπλοκ έδινε ξανά προβάδισμα στη Δύση) ή τεχνολογικός (ιδού πώς τα νέα καύσιμα, τα νέα κατασκευαστικά υλικά και οι υπολογιστικές μέθοδοι επιτρέπουν να βγούμε από την προαιώνια φυλακή της γήινης ατμόσφαιρας). Καλά, υπάρχει και μια χροιά οιωνεί αντιρομαντική: πώς να τραγουδήσεις πια την καντάδα «Ω σελήνη, μην έβγεις απόψε». Εγώ όμως ήμουν θαυμαστής της τεχνοφιλικής ποίησης του Ουίτμαν και του Μαγιακόφσκι, οπότε δεν υπήρχε θέμα...

To κύριο πάντως συναίσθημα εκείνες τις ώρες ήταν άλλο. Εβλεπα σχεδόν χειροπιαστή μπροστά μου τη δικαίωση των απίστευτων εκείνων Ελλήνων επιστημόνων της Ιωνίας γύρω στο 500 π.Χ. και μετά. Πώς δηλαδή είχαν απαλλαγεί από τον Μύθο, πώς πρόβαλλαν μια κοσμολογία μονιστική (μία ήταν η ουσία του σύμπαντος), πώς περιέγραφαν με όρους ορθολογικούς όλα τα ουράνια σώματα – πώς, με άλλα λόγια, είχαν φιλιώσει τον άνθρωπο με τους ουρανούς, και τούτο χωρίς καμιά θεϊστική ούτε αθεϊστική περιπλοκή. Τα τέσσερα στοιχεία της Γης είχαν και στοιχεία της Σελήνης. Ιδού και ο Αρμστρονγκ, όρθιος πάνω στο χώμα της, δηλαδή στο χώμα μας.
* Aκαδημαϊκός, καθηγητής στο ΕΜΠ

Διονύσης Σιμόπουλος*

Εκείνο το βράδυ βρισκόμουν στις εγκαταστάσεις της NASA στο Χιούστον ως επιστημονικός συνεργάτης αθηναϊκής εφημερίδας, όπως και στις υπόλοιπες έξι αποστολές του προγράμματος «Απόλλων». Στο Κέντρο Τύπου της NASA τα ρολόγια έδειχναν 4 λεπτά πριν από τις 10 το βράδυ και στην Αθήνα σχεδόν 5 το πρωί. Αλλά παντού, σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, ο κόσμος ήταν κολλημένος στις τηλεοράσεις ή στα ραδιόφωνα, που περιέγραφαν την πρώτη κάθοδο του ανθρώπου στην επιφάνεια της Σελήνης. Οπως γράφτηκε τότε, «εκείνη η στιγμή ήταν ανώτερη και από την πρώτη χρήση της φωτιάς, και από την ανακάλυψη του τροχού, και από την εκμετάλλευση του αρότρου. Ηταν σπουδαιότερη από τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο και του Κολόμβου, ανώτερη και από τη διάσπαση του ατόμου». Γιατί έκτοτε ο κόσμος μας και η ιστορία του δεν περιορίζονται σ’ ένα μονάχα πλανήτη. Και όταν σε 100 ή σε 1.000 χρόνια από σήμερα, οι απόγονοί μας θα έλθουν να σταθούν ευλαβικά στη σκοτεινή κοιλάδα που λέγεται Θάλασσα της Νηνεμίας, θα κοιτάξουν σιωπηρά τα περίεργα αρχαία επιστημονικά όργανα, και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα ανθρώπινα χνάρια, που θα έχουν μείνει αναλλοίωτα ακόμη και ύστερα από ένα εκατομμύριο χρόνια. Και θα ξέρουν ότι εδώ ξαναγεννήθηκε η ανθρωπότητα, ότι το σημείο αυτό είναι πραγματικά ένα κοσμικό μνημείο αφιερωμένο στους ανθρώπους της Γης. Γιατί εδώ, στα όρια του ουράνιου ωκεανού, ο άνθρωπος έκανε το πρώτο μοιραίο του βήμα και ανακάλυψε ότι είναι ένας πραγματικός πολίτης του Σύμπαντος.
* Επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου

Βασίλης Βασιλικός*
Βρισκόμουν στη Μόσχα εκείνες τις μέρες για το εκεί Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Θα παιζόταν το «Ζ» του Γαβρά κι εγώ τη μέρα εκείνη, που γιόρταζε ο παππούς μου ο μπαρμπα-Λιας, είχα ραντεβού στον εκδοτικό για την υπογραφή του συμβολαίου για το ομώνυμο βιβλίο μου.

Ξαφνικά είδα τις γυναίκες του εκδοτικού (δεν υπήρχε ούτε ένας άντρας) ν’ ανοιγοκλείνουν τις πόρτες, τρέχοντας στους διαδρόμους, σαν σε πανικό, κατευθυνόμενες σ’ έναν χώρο όπου σε λίγο ανακάλυψα πως υπήρχε μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης.

Σε λίγο διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν ήταν πανικόβλητες, αλλά αντιθέτως υπερβολικά χαρούμενες και άριστα προετοιμασμένες για να δουν το μεγάλο γεγονός. Η μεταφράστρια μου εξηγούσε πως από το πρωί, ερχόμενες στα γραφεία, κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα, γιατί η ώρα της αναμετάδοσης των πρώτων αστροναυτών που θα πατούσαν το φεγγάρι δεν ήταν γνωστή. Ετσι, ως ο μόνος αρσενικός στον γυναικωνίτη, κάθισα στην τελευταία σειρά και παρακολούθησα τα πρώτα βήματα του αστροναύτη στην ανώμαλη επιφάνεια της Σελήνης, βήματα ρομποτικά εξαρθρωμένου τιτανοκάβουρα.

Κι όταν καρφώθηκε η αστερόεσσα στο έδαφος της Σελήνης, οι γυναίκες ξέσπασαν σε θερμό χειροκρότημα. Απόρεσα που Σοβιετικοί επευφημούσαν τους Γιάνκηδες. Εκείνο που δεν ήξερα τότε ήταν ότι ο μεγάλος αντίπαλος της ΕΣΣΔ δεν ήταν πια οι ΗΠΑ, αλλά η Κίνα του Μάο. Κι ενώ η επίγεια αντιπαλότητα των δύο υπερδυνάμεων, που εξασφάλιζε την ισορροπία του τρόμου στον πλανήτη Γη, εξακολουθούσε με την ίδια ένταση τους πυρηνικούς εξοπλισμούς της, δεν ίσχυε αυτή τη μέρα για το Διάστημα. Η ανθρώπινη πατημασιά μετρούσε.

«Αύριο», λέει η κυρία δίπλα μου (μου μετέφραζε η ξεναγός μου), «η ρήτρα χρυσού για το δολάριο θα αντικατασταθεί με μια νέα ρήτρα: της σεληνόπετρας».
* Συγγραφέας

Λίνα Νικολακοπούλου*
Είχε ο γάιδαρος σαμάρι / και πατούσε στο φεγγάρι / μ’ ένα πόδι ο αστροναύτης μαύρο κι ασημί / Κι όπως έπεφτε ησυχία ξαφνικά στην επαρχία / ένα αστέρι έπεσε στη γη
Ετσι φαίνεται πως κατέγραψα στη μνήμη μου εκείνο το πρώτο βήμα του Νιλ Αρμστρονγκ στην επιφάνεια της Σελήνης, στην ασπρόμαυρη τηλεόραση του καθιστικού μας. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ προσηλωμένοι στην προσσελήνωση με δέος και απορία, ακίνητοι στις θέσεις μας. Η γιαγιά μου καθόταν στην κουζίνα αποστασιοποιημένη από την ιστορική εκείνη στιγμή.

Ξαφνικά την ακούω να με φωνάζει με ήρεμη φωνή. Τη ρωτάω απ’ τη θέση μου τι με θέλει, για να μη χάσω ούτε λεπτό από τη θολή εικόνα τού Διαστήματος, και δεν παίρνω απάντηση. Μετά από λίγο ακούω ξανά το όνομά μου, συμπληρωμένο με το «έλα λίγο που σε θέλω». Σηκώθηκα μουρμουρίζοντας «τώρα θα κατεβεί ο αστροναύτης, βρε γιαγιά, τι με θέλεις να πάρει η ευχή;». Στον πάγκο της κουζίνας δέσποζε ένα υπέροχο ταψί γαλακτομπούρεκο που μόλις το είχε σοροπιάσει. Σ’ ένα πιατάκι είχε κόψει ένα κομμάτι και προσφέροντάς το μου με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Αυτοί εκεί μέσα σάς κοροϊδεύουν. Εχουν μπει σε κανένα δωμάτιο και τα κάνουν αυτά στα ψέματα. Κάτσε εσύ να φας το γλυκό σου και άσ’ τους αυτούς να λένε πως πάτησαν στο φεγγάρι».

Την προσσελήνωση μπορεί με τα χρόνια να την ξέχασα. Τη γλύκα της ματιάς της και τη σιγουριά της γιαγιάς μου, όμως, τη θυμάμαι ακόμα. Σε μένα είχε το θάρρος να το πει, σε μένα το είπε. Γύρισα στο καθιστικό με το πιατάκι μου στο χέρι ενώ ο Νιλ και ο Μπαζ περπατούσαν αφύσικα φυσικά από την έλλειψη βαρύτητας στο φεγγάρι. Από εκείνη τη νύχτα όλοι το κοιτούσαμε πια με άλλα μάτια.
* Στιχουργός

Ν. Ε. Καραπιδάκης*
Ημουν σε κατασκήνωση, στην Κρήτη. Σε μια πευκοφυτεμένη πλαγιά, σχεδόν παραθαλάσσια. Μας είχε κατακτήσει η ραστώνη των δραστηριοτήτων της: μπάνιο, αθλοπαιδιές, ψάρεμα, λίγο διάβασμα. Εγώ διάβαζα το «Η Παναγιά η Γοργόνα». Δεν θυμάμαι να είχε γίνει καμιά σχετική, προς το αναμενόμενο γεγονός, συζήτηση. Ισως πάλι κάποιος από τους μεγαλύτερους, ίσως ο ξάδελφός μου ο Αστρινός, να είχε αναφέρει τη Λάικα ή τον Σπούτνικ. Αυτός μου είχε μιλήσει, χρόνια πριν, και για την ατομική βόμβα, τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι· τα ήξερε γενικώς όλα. Οπως και να ’χει, την ιστορική ημέρα μάς ανακοινώθηκε από τον αρχηγό της κατασκήνωσης ότι το βράδυ θα μας εξηγούσαν το σχετικό γεγονός και τη σημασία του για την ανθρωπότητα. Αυτού του είδους οι ενημερώσεις, μορφωτικού χαρακτήρα, γίνονταν μετά το βραδινό και πριν από την εσπερινή προσευχή. Οταν ήρθε η ώρα της ενημέρωσης ο αρχηγός της κατασκήνωσης ανέπτυξε το θέμα της προσσελήνωσης με πολλές τεχνικές λεπτομέρειες. Η ομιλία πήρε προς το τέλος της ηθική τροπή, με την ανάπτυξη της κύριας ιδέας ότι «ένα μεγαλειώδες βήμα της ανθρωπότητας αποδεικνύει το μεγαλείο του Θεού». Προς το τέλος είχαμε νυστάξει, λίγο η μέρα που είχε προηγηθεί γεμάτη δραστηριότητες, λίγο η νύχτα που μεθούσε με τις μυρωδιές του θυμαριού και του πεύκου, λίγο ο νανουριστικός θόρυβος από τα κουδούνια των κατσικιών, που δεν έβοσκαν μακριά.
* Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους, καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

Απόστολος Δοξιάδης*
Ημουν 16 ετών. Βρισκόμασταν στο σπίτι μας στην Αθήνα. Ηταν πολύ αργά το βράδυ, είχαμε βάλει ξυπνητήρι για να δούμε την προσσελήνωση εγώ, ο πατέρας μου και η μητέρα μου, σε μια τηλεόραση, στην πρώτη τηλεόραση του σπιτιού, που οι γονείς μου είχαν αγοράσει ειδικά γι’ αυτό το γεγονός. Θυμάμαι ακόμη τα συνεχή επιφωνήματα του πατέρα μου. Λίγο πριν αρχίσει η μετάδοση, τον θυμάμαι να μου διηγείται πως, όταν το 1936 είχε κάνει ένα ταξίδι με το αεροπλάνο επιστρέφοντας από τη Ρώμη στην Αθήνα, διάρκειας 20 ωρών με τις ενδιάμεσες στάσεις, ο πατέρας του είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ, που του είχε πει «απίστευτο, τι άλλο θα κάνει ο άνθρωπος;».

Ο πατέρας μου ήταν από τους τελευταίους ρομαντικούς της παλιάς σχολής της τεχνολογίας. Πίστευε ότι το θαύμα της τεχνολογίας θα λύσει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών, αρκετά σοφιστικέ, και είδα αυτό το γεγονός με τον ορθολογισμό ενός πιτσιρικά που σκεφτόταν ότι δεν μπορεί να σημαίνει και πάρα πολλά πράγματα το ότι πήγαμε στον ξερόβραχο. Δεν έβλεπα το μεταφυσικό θαύμα του απίστευτου αυτού άλματος. Κι αυτή ήταν η βασική διαφορά δύο γενιών. Για τη γενιά του πατέρα μου η προσσελήνωση σήμαινε την κορύφωση της ανθρωπότητας που οδηγεί σε κάτι καλύτερο. Η δική μου γενιά ήταν πιο κοντά στη νέα, τεχνοφοβική ματιά, που είχε ορίσει για το μέλλον ένα χρόνο πριν ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ με το «2001: H Οδύσσεια του Διαστήματος».
* Συγγραφέας

Πέννυ Παναγιωτοπούλου*
Kαλοκαίρι. Το λυόμενο εξοχικό του πατέρα μου. Δύο πελώριες συκιές στην πίσω αυλή. Η μυρωδιά τους πότιζε όλο το σπίτι και την παιδική μου ηλικία. Δίπλα στη θάλασσα. Οταν φυσούσε δυνατά ο αέρας, το κύμα έσκαγε στα βράχια και οι ψεκάδες του νερού φτάναν από μακριά στα πρόσωπά μας. Αρμύρα.

Ο νονός μου τα καλοκαίρια του τα περνούσε και αυτός μαζί μας. Δεν είχε δική του οικογένεια.Του άρεσε να ψαρεύει και να μαστορεύει. Του άρεσε να μας φέρνει και δώρα. Μου είχε κάνει δώρο ένα ποδήλατο, που τότε το ’λεγα ακόμη ποζούλατο και μια πελώρια ξύλινη τηλεόραση που τη λέγαμε νιβίκο. Το καλοκαίρι τη φορτώναμε στο αυτοκίνητο και την παίρναμε στο εξοχικό.

20 Ιουλίου του Προφήτη Ηλία. Η γιορτή του πατέρα μου μάς έβρισκε πάντα στο ευλογημένο εξοχικό. Ευλογημένα καλοκαίρια! Ηταν άνθρωπος μετρημένος, ο πατέρας μου, και όχι πολύ κοινωνικός. Ομως στη γιορτή του έκανε μια προσπάθεια. Μας έφερνε γλυκά κι εγώ τα μοίραζα σε όλη τη γειτονιά.

20 Ιουλίου 1969. Προσσελήνωση. Μέσα μου τις είχα συνδέσει τις δύο ημερομηνίες. Πίστευα πως κάποιος λόγος βαθύτερος θα υπήρχε για να διαλέξουν οι αστροναύτες να πατήσουν στο φεγγάρι στη γιορτή του πατέρα μου. Η τηλεόραση στη βεράντα σε περίοπτη θέση για να βλέπουν και οι γείτονες. Κράταγα την αναπνοή μου. Σαν σε μακροβούτι. Νομίζω πως φοβόμουν αυτό που θα συναντούσαν εκεί. Οτι θα έφταναν, ήμουν σίγουρη. Ομως, για πολλή ώρα κάτι γινότανε και το μόνο που βλέπαμε ήτανε χιόνια. Δεν έχασα την πίστη μου, ο νονός μου θα την έφτιαχνε την τηλεόραση και θα τη βλέπαμε την προσσελήνωση. «Φτιάξ’ την, νονέ», φώναζα, «φτιάξ’ την».

Αλήθεια, δεν θυμάμαι αν την είδα τελικά την προσσελήνωση εκείνο το βράδυ, ή αν άκουσα αργότερα από αλλού για τη μεγάλη μοναξιά που επικρατεί εκεί πάνω. Νομίζω πως τελικά με πήρε ο ύπνος. Ομως, από τότε μου έμεινε η ανάγκη να κοιτάζω πού και πού στον ουρανό, περιμένοντας ίχνη ζωής. Πιο πολύ μερικά βράδια στο εξοχικό, που δεν ακούγεται και δεν μυρίζει πια τίποτε.
* Σκηνοθέτις

Ρέα Βιτάλη*
Είχαμε εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο Margi House στη Βουλιαγμένη. Είχα ένα ποδήλατο και «ταξίδευα» σε έναν κήπο με φωτιστικά σε σχήμα μανιταριού. Σε κάθε μου πεταλιά, νόμιζα ότι έκανα τον γύρο της Γης. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, oι μάνες μας, με μια ιδιαίτερη έξαψη στον ήχο της φωνής και στο βλέμμα, μας ανέβασαν όλα τα παιδιά στην ταράτσα και μας έδειξαν το φεγγάρι. Είπαν: «Κοιτάξτε! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, άνθρωπος από τη Γη πατάει στο φεγγάρι». Την ίδια στιγμή, όμως, εμφανίστηκε παιδάκι που έπινε ένα περίεργο, απροσδιόριστο κάτι. Με χρώμα που έφερνε και δεν έφερνε σε βυσσινάδα. Ηταν «Coca-Cola»! Εκείνος είπε: «Το πίνουν στην Αμερική! Και μου το έφερε ο θείος μου που δουλεύει στην Αμερικανική Βάση». Η Αμερική φάνταζε ίσως πιο μακριά από το φεγγάρι εκείνα τα χρόνια! Δοκίμασα και μια γουλιά... Τι άνθρωπος στο φεγγάρι; Ανθρωπος πίνων Coca-Cola. Αυτό μάλιστα! Και δικαίωσε και την αντίδρασή μου η προγιαγιά μου, μερικές μέρες μετά. «Γιαγιά, το ξέρεις ότι άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι;», «Αϊ, μη λέτε τέτοια και σας κοροϊδεύει ο κόσμος. Θα τς ανέβασαν σε κανένα β’νό και θα λεν ότι είν’ στο φεγγάρι. Για να τρών’ λεφτά απ’ τον κοσμάκη».

Πολλά, πολλά χρόνια μετά... 50+ πλέον η Ρέα... Το ότι πάτησε ο άνθρωπος στο φεγγάρι εξακολουθεί (και ψιλοντρέπομαι που το λέω) να μη μου λέει πολλά πράγματα. Η σχέση μου με την Coca-Cola διεκόπη, αφού κατανάλωσα ελάχιστα μπουκάλια και μου έφυγε η κάψα του πρώτου έρωτα. Αλλά εκείνη η άτιμη κουβέντα της προγιαγιάς... Συχνά τριβελίζει το μυαλό μου. Τελικά... Μη σπείρεις σπόρο καχυποψίας σε μυαλό ανθρώπου! Το φεγγάρι αντιθέτως παίζει στη ζωή μου. Λατρεύω να παρατηρώ πώς φωτίζει πρόσωπα. Αγαπημένων. Αυτό όντως είναι μεγάλη στιγμή για μένα. Μ’ ενδιαφέρει κυρίως πώς «πατάει» το φεγγάρι πάνω σ’ αυτόν που ποθώ... Και στις λέξεις των ανθρώπων. Κάτι νύχτες μαγικά φεγγαρόλουστες. Και επ’ αυτού, νομίζω, δεν θα έβγαζε κιχ ακόμα και η προγιαγιά!
* Δημοσιογράφος

Αγγελος Παπαδημητρίου*
Μα πήρατε πρωί πρωί για να με ταπεινώσετε; Καλέ δεν είχα γεννηθεί τότε! Ας σοβαρευτούμε τώρα. Φυσικά και θυμάμαι πολλά. Παραθέριζα στο Κιάτο και ο καφετζής του παραδοσιακού καφενείου, ο κυρ Μήτσος, μας έλεγε «μα είστε τρελοί; ψέματα είναι όλα αυτά». Ηταν τόσο «παλιός» και συντηρητικός άνθρωπος που όταν κάποια στιγμή του ζήτησε ένας πελάτης νεσκαφέ, του απάντησε θυμωμένα «αυτά τα αμαρτωλά πράγματα να τα ζητήσεις απ’ το Λίντο». Ηταν υποτίθεται το μοντέρνο μαγαζί της εποχής στην παραλία του Κιάτου. Οταν βλέπαμε την προσσελήνωση λοιπόν, ο κυρ Μήτσος έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν να περπατήσει άνθρωπος σ’ ένα τόσο στρογγυλό πράγμα και ότι μας κοροϊδεύουν οι Αμερικανοί. Και ίσως επειδή τότε η χούντα «πούλησε» την προσσελήνωση ως τη νίκη της Αμερικής και του ελεύθερου κόσμου στον οποίο κι εμείς ανήκαμε, εγώ επέλεξα, από αντίδραση και από μια ανεξήγητη εσωτερική ανάγκη, να κρατήσω στην ψυχή μου όχι τους εορτασμούς, αλλά τα λόγια και την εικόνα του κυρ Μήτσου, ενός αθώου, ρομαντικού, απλού ανθρώπου.
* Εικαστικός - ηθοποιός

Στέφανος Μύλλερ*
Αν θυμάμαι πού ήμουν εκείνη την ημέρα; Ναι! Ημουν στην Ελλάδα ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright και κάναμε ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, κοντά στη Στοά του Αττάλου. Μαζί με άλλους Αμερικανούς φοιτητές και επιστήμονες που έτυχε να είναι στη χώρα εκείνη την περίοδο, πήγαμε στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, όπου βρισκόταν η Αμερικανική Υπηρεσία USIS. Εκεί υπήρχε τηλεόραση για να δούμε «ζωντανά» την κάλυψη του σπουδαίου γεγονότος. Υστερα επέστρεψα στο σκάμμα των ανασκαφών και είχαμε τρομερές συζητήσεις με τους εργάτες. «Εσείς οι Αμερικανοί ανοίξατε μια τρύπα στον ουρανό και τώρα θα βρέχει δέκα χρόνια με τη ζημιά που κάνατε...», έλεγε ένας από αυτούς, ενώ μερικοί άλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι η προσσελήνωση δεν έγινε ποτέ και ότι όλα ήταν φήμες...
* Αρχαιολόγος
 
kathimerini.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ζαμπέλα, το μαργαριτάρι των Τζουμέρκων!

Στυγνός εκληματίας ο χθεσινός ληστής στην Άρτα, σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή κ. Γιώργο Ντοκομέ